«Δεν ξέρω αν γεννήθηκα τρελός ή ελαφρόμυαλος, η αλήθεια είναι ότι η βασιλεία μου, δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ένοιωθα απόλυτα κύριος και αυτεξούσιος μόνο στο βασίλειο της φαντασίας μου και μόνο κοντά στους μεγάλους νεκρούς γνώρισα αληθινή φιλική ατμόσφαιρα». Έτσι είπε κάποτε αυτοχαρακτηριζόμενος ο μεγάλος Ιρλανδός που η γενιά του κρατούσε από τον Μακντώφ, όπως πίστευε, το γνωστό Σαιξπηρικό ήρωα του Μάκβεθ.
Ο κορυφαίος Ιρλανδός δραματουργός γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1856, στην κρεβατοκάμαρα του πατρικού του σπιτιού στην οδό Synge 33, στο Δουβλίνο και πέθανε το 1950 στο Έυγιοτ Σαιντ Λώρενς του Χέρντφορντσαιρ (Ayot St Lawrence in Hertfordshire), στην Αγγλία. Από μικροαστική οικογένεια προτεσταντών: τον Τζορτζ Καρρ Σω (George Carr Shaw), (1814-1885), αποτυχημένο έμπορο και αλκοολικό, και τη Ελισσάβετ Γκέρλυ (Lucinda Elizabeth Gurly) (1830-1913), επαγγελματία τραγουδίστρια, μαθήτρια του Βάνταλερ Λη (George John Vandeleur Lee) και δασκάλα φωνητικής. Ο Τζορτζ Καρρ Σω κατήγετο από μία οικογένεια που εγκαταστάθηκε ίσως στην Ιρλανδία στο τέλος του 17ου αιώνα. Η οικογένεια των Σω αρκετά αξιοσέβαστη, έχει να επιδείξει τραπεζίτες, κληρικούς, δημόσιους υπαλλήλους και Βαρωνέτους ακόμα, και πολλά άλλα αξιώματα που οι διάφοροι Σω κατά καιρούς απέκτησαν. Ο Τζορτζ Καρρ μεγάλωσε με πολλές στερήσεις και τον ανέθρεψε μία χήρα μητέρα, προστάτιδα 13 παιδιών. Το ένδοξο όμως όνομα των Σω εξασφάλισε στον Τζορτζ Καρρ αργομισθία σ' ένα δικηγορικό γραφείο του Δουβλίνου και αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο σιτηρών, χωρίς όμως επιτυχία γιατί του έλειπε το εμπορικό δαιμόνιο. Οι διάφορες ατυχίες δεν τον κλόνισαν ποτέ. Το πηγαίο αυθόρμητο χιούμορ του τον βοηθούσε να αντιδρά πάντα στις αντιξοότητες της ζωής. Όταν η επιχείριση σιτηρών χρεοκόπησε, ο Τζορτζ Καρρ αντί ν' απελπιστεί και να χάσει το θάρρος του, βρήκε την ευκαιρία να γελάσει με την καταστροφή του, σαν να διασκέδαζε μόνος του με την ιδέα της χρεωκοπίας. Τα πιο σοβαρά ζητήματα τ' αντιμετώπιζε με έμφυτη σατυρική διάθεση και χαριτολογούσε μιλώντας ακόμα και για τη Βίβλο παρόλο που ήταν φανατικός προτεστάντης. Ήταν 40 ετών όταν ζήτησε σε γάμο την Ελισσάβετ Γκέρλυ, που είχε ερωτευτεί. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Μπέρναρντ στις 26 Ιουλίου του 1856. Στο σπίτι της οδού Άππερ Συνγκ αριθμός 3 στο Δουβλίνο γνώρισε το φως ο διάσημος σύγχρονος δραματογράφος.
Ο Μπέρναρντ από μικρός κατάλαβε τη δύναμη που έχει η μοναξιά που βοηθάει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και του χαρακτήρα. Τον ευχαριστούσε ο τακτικός απογευματινός περίπατος με την υπηρέτρια του σπιτιού και οι επισκέψεις που έκαναν μαζί σε σπίτια φίλων της. Θλιβερά ανήλιαγα σπίτια ανθρώπων, που τους μάστιζε η φτώχεια. Από τότε όπως είπε και ο ίδιος «Μεγάλωνε μέσα μου η απόφαση ν' αγωνιστώ με όλα μου τα μέσα για την καταπολέμηση της δυστυχίας, για την ανακούφιση της τάξεως των φτωχών και πασχόντων». Η περιορισμένη ζωή, οι οικογενειακές στενοχώριες και η έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας και τέρψης χαλύβδωναν τον Σω. Το παράδειγμα του πατέρα του ήταν για αυτόν οδηγός, είχε μάθει πως ήταν αρκετό να μπορείς να βρίσκεις ακόμα και σε ένα θλιβερό γεγονός την κωμική του πλευρά για να μην κυριέψει την ψυχή σου ποτέ η απογοήτευση. Πίστεψε ότι στη ζωή δεν υπάρχουν μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες αλλά καταστάσεις τραγικοποιημένες από την ανθρώπινη υπερβολή. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα δει αργότερα και τους ήρωες των Ελλήνων τραγικών, όπως και τους Σεξπιρικούς ήρωες. Αυτός ήταν και ο λόγος που απέφυγε να δώσει τραγικό βάρος στα έργα του, ήταν βέβαιος πως η τραγικότητα, αν υπάρχει, μπορεί να φανεί και στο απλούστερο καθημερινό γεγονός χωρίς να έχει ανάγκη από υπερβολικές, απίθανες και εξωανθρώπινες καταστάσεις.
Στα 5 του χρόνια, διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό συνέβη το 1861, όταν οι εφημερίδες ανήγγειλαν το θάνατο του πρίγκιπα Αλβέρτου. Αργότερα ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα της ίδιας εποχής τράβηξαν το ενδιαφέρον του. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Σω πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και παρακολουθούσε τα μαθήματα του Κυριακάτικου σχολείου. Όμως γρήγορα έδωσε τέλος σε αυτή την συνήθεια, την υποχρεωτική και επί το πλείστον άχρηστη θητεία, όπως ο ίδιος έλεγε και τη θέση της πήραν περίπατοι και ξέγνοιαστες ημέρες κάτω από τον πρωινό Κυριακάτικο ήλιο. Αργότερα έγραψε κάτι πολύ τολμηρό «Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν το προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους. Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά»
Στα 16 του, η μητέρα εγκατέλειψε τον άντρα της, μετακόμισε στο Λονδίνο κι έζησε μαζί με το Λη και τις δυο κόρες της, τη Lucinda Frances (1853-1920), τραγουδίστρια μουσικής κωμωδίας κι οπερέτας, και την Elinor Agnes (1854-1876). Ο ίδιος παρέμεινε στο Δουβλίνο με τον πατέρα του για να τελειώσει το σχολείο, όπου υπήρξε απρόθυμος μαθητής, κι αργότερα εργάστηκε ως υπάλληλος σ' ένα κτηματομεσιτικό γραφείο. Από τον αλκοολισμό του πατέρα, ο γιος κληρονόμησε ακριβώς την αντίθετη στάση, για όλη του τη ζωή. Έμεινε για να σπουδάσει για μικρό χρονικό διάστημα στο Wesleyan Connexional School, σχολείο που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά πήγε σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School. Ως παιδί-μαθητής, αλλά κι άντρας, είχε πικραθεί πολλάκις από διδασκάλους και διδαχές κι ισχυρίστηκε, σε μια σύνοψη αυτών των εμπειριών του, στο "Cashel Byron's Profession", πως τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσον, όσο φυλακές, με κλειδοκράτορες τους δασκάλους αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους.
Το 1876 έφυγε από το Δουβλίνο και μετακόμισε στην Αγγλία, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του, στο σπίτι της μητέρας του στο Λονδίνο, προσπαθώντας να σταδιοδρομήσει στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Αρχικά ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και τις επιμέλειες έργων, γνωστών συγγραφέων, αργότερα έγινε γνωστός ο ίδιος πλέον ως κριτικός μουσικής και θεατρικών έργων, με το ψευδώνυμο Corno di Bassetto.
Το πρώτο είδος με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το πεζογράφημα, με πρώτο του βιβλίο το Ιmmaturity (Ανωριμότητα). Παράλληλα, διάβαζε μανιωδώς σε δημόσιες βιβλιοθήκες και στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου. Ακολούθησαν (Ο παράλογος κόμπος) The irrational Knot, (Η αγάπη μεταξύ των καλλιτεχνών) Love among artist, (Το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον) Cashel Byron's Profession. Με τα έργα του αυτά δείχνει πως αρχίζει να προσηλυτίζεται στις αρχές του σοσιαλισμού, χωρίς ίσως ο ίδιος να το καταλαβαίνει. Είναι γεγονός πως είχε ξεπεράσει πια το στάδιο του φιλελεύθερου υλιστή και το πέμπτο του έργο (Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής) An Unsocial Socialist, δείχνει ολοφάνερα τη νέα δημιουργική μέθοδο που ακολουθεί ο συγγραφέας.
Από το 1876 έως το 1885 ακολουθεί μία περίοδος πολύ σκληρή για τον Σω. Ο αληθινός καλλιτέχνης,θα πει αργότερα ο Τζακ Τάννερ (Jack Tanner) στον Άνθρωπο και Υπεράνθρωπο Man and Superman, προτιμά ν´αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του νηστικούς παρά ν' ασχοληθεί με άλλη δουλειά από την τέχνη του. Έτσι λοιπόν και ο Σω, δεν κέρδιζε ούτε μία πένα από τις εργασίες του και αντιμετώπιζε με θάρρος, αλλά και αρκετή θλίψη τη φτώχεια. «Προσπάθησα τότε να ζήσω σύμφωνα με τις οδηγίες ενός βιβλίου-φυλλαδίου, που είχε τον τίτλο (Πως να ζήτε με έξι πένες την ημέρα). Ακολούθησα τις υποδείξεις του και ομολογώ πως κατάφερα με το στρογγυλό αυτό ποσό να ζήσω μία μόνο ημέρα, αλλά μόνο μία». Δεν παραμελούσε τη κοσμική ζωή, ακολουθούσε όμως μία εκκεντρική γραμμή σε όλες του τις εκδηλώσεις, γι' αυτό στα διάφορα σαλόνια τον χαρακτήριζαν παράξενο ή τρελό. Προνομιούχο τρελό όμως, που η κοινωνία ανεχόταν και θαύμαζε τις παραδοξολογίες του.
Το 1881 έγινε χορτοφάγος, αρχικά για να καταπολεμήσει τις ημικρανίες του,αλλά στη συνέχεια ασπάστηκε πλέον με φανατισμό τις αρχές της χορτοφαγίας, για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν η αγάπη προς τα ζώα, που και αυτά είναι πλάσματα της φύσης και έχουν το δικαίωμα να ζουν ελεύθερα και εξασφαλισμένα. Ο δεύτερος κοινωνικός, ο Σω πίστευε ότι οι ανάγκες της κρεατοφαγίας υποδουλώνουν τον άνθρωπο, απασχολούνται έτσι τόσοι ζωέμπορες, κτηνοτρόφοι, κρεοπώλες, βοσκοί... οι οποίοι θα ήταν πιο χρήσιμοι στην κυκλοφορία άλλων αγαθών εξίσου απαραίτητων για τη ζωή και ο τρίτος ήταν λόγος προληπτικός για την υγεία. Έγραψε «Σώστε τη ζωή σας και πάψτε να τρώτε κρέας. Σκεφτείτε πως ο Ταύρος, που είναι το δυνατότερο ζώο, είναι χορτοφάγος, νομίζω πως αυτό είναι ακαταμάχητο επιχείρημα για τους χορτοφάγους». Πίστευαν τότε ότι η προσωπικότητά του επηρεαζόταν από τη χορτοφαγία και ότι του έδινε υγεία, διαύγεια πνεύματος και ακμαιότητα. Πολύ είπαν, ότι εάν ακολουθούσε άλλη διατροφική συνήθεια οι γνώμες του συγγραφέα και η κοσμοθεωρία του θα ήταν τελείως διαφορετικές. Όμως ο Σω τους αποστόμωσε λέγοντας κάποτε «Πως στον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια χορτοφάγοι, αλλά ένας Μπέρναρντ Σω».
Το 1882, γίνεται φίλος με τον Γουίλλιαμ Μόρρης William Morris και ξεκινάει την ενασχόλησή του με την προοδευτική πολιτική. Σύχναζε σε διάφορα μέρη, όπου μαζεύονταν και μιλούσαν διάφοροι σοσιαλιστές κι έτσι έμαθε να ξεπερνά το τρακ που του προκαλούσε η σκηνή αλλά και το τραύλισμα του. Ανέπτυξε ένα επιθετικό κι ενεργητικό στυλ ομιλίας, που είναι φανερό και στα γραπτά του. Ήρθε σ' επαφή με το Das Kapital (Το Κεφάλαιο) του Καρλ Μαρξ, που τον επηρέασε αρκετά. Ωστόσο, το αντιμετώπιζε κριτικά, πιστεύοντας ότι το προλεταριάτο εκφράζεται κυρίως μέσα από τη συντηρητική πολιτική, σ' αντίθεση με τη μεσαία κι ανώτερη τάξη, που σηκώνει τη σημαία της επανάστασης και στην οποία ανήκε όχι μόνο ο ίδιος, αλλά κι ο Μαρξ κι οι περισσότεροι ομοϊδεάτες τους. Μαζί με την Μπεατρίς και τον Σίντνεϊ Γουέμπ ίδρυσε το 1884 τη Φαβιανή Εταιρεία. Ήταν μια κίνηση διανοούμενων για την έρευνα, συζήτηση κι έκδοση σοσιαλιστικών ιδεών. Το όνομά της το πήρε από το Ρωμαίο στρατηγό Κουίντο Φάβιο Μάξιμο, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Αναβάλλων» (Cunctator), επιλέγοντας μια τακτική φθοράς από μια στάση αντιπαράθεσης εναντίον του Αννίβα.
Αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσα από συστηματική πρόοδο και νομοθεσία, που εγκαθιδρύεται με την πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση. Αξίωμά τους ήταν η «αναπόφευκτη βαθμιαία επίλυση». Ενστερνίστηκε τις ιδέες της Συντροφιάς Νέας Ζωής, που αφορούσαν στη διαμόρφωση ενός τέλειου χαρακτήρα στο άτομο και στο σύνολο, πιστεύοντας ότι η ατομική διαμόρφωση κι ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από την καταπίεση κι επιτυγχάνεται με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της ελεύθερης διάκρισης και σκέψης. Η κοινωνική αναμόρφωση στόχευε στην ύπαρξη μιας κοινωνίας όπου οι δυνατότεροι βοηθούν τους πιο αδύνατους. Ηγετικά στελέχη αυτής της ομάδας, εκτός από τον Σω και τους Γουέμπ, ήταν η Άννι Μπέζαντ, ο Τζωρτζ Ουάλας, ο Σίντνεϊ Ολιβιέ, κ.ά. Η Φαβιανή Εταιρεία θα παίξει αργότερα καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου και του Εργατικού Κόμματος.
Έγραψε πολλά άρθρα και κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες, όπως τα: "Quintessence Οf Ibsenism", "The Perfect Wangerite", κλπ. Παράλληλα, ως δημοσιογράφος, δούλευε ως κριτικός τέχνης και μουσικής, γράφοντας με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto. Δε σπούδασε μουσική, αλλά είχε αρκετή εμπειρία και καλό μουσικό αφτί χάρη στη μουσικό μητέρα του. Έγινε καλός κριτικός μουσικής, μ' εφευρετικό, έξυπνο νου και σκληρή κριτική στην ανθρώπινη ανοησία. Τελικά, κατά το διάστημα 1895-1898, δούλεψε ως κριτικός θεάτρου στο Saturday Review, που έγραφε με τα διάσημα πλέον αρχικά GBS.
Το 1891, μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέιν, ενός εμπόρου, κριτικού θεάτρου και σκηνοθέτη μιας προοδευτικής θεατρικής ομάδας που είχε το όνομα Ανεξάρτητο Θέατρο, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο "Widower's Houses". Τα επόμενα δώδεκα χρόνια έγραψε δώδεκα θεατρικά έργα, παρόλο που δεν έπεισε θεατρικούς επιχειρηματίες του Λονδίνου να τ' ανεβάσουν. Λίγα απ' αυτά παίχτηκαν στο εξωτερικό. Το 1898, μετά από σοβαρή αρρώστια, παραιτήθηκε από κριτικός θεάτρου και μετακόμισε από το σπίτι της μητέρας του, που ζούσε ακόμα, για να παντρευτεί τη Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ (Charlotte Payne-Townshend), μιαν Ιρλανδή με ανεξάρτητο χαρακτήρα. Εγκατασταθήκανε σ' ένα σπίτι στην Ayot St Lawrence Street, που πλέον ονομάζεται Γωνία Σώ (Shaw's Corner), σ' ένα μικρό χωριό του Χέρτφορντσαϊρ. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατο της το 1943.
ΠΗΓΗ: WIKIPEDIA