Νεανικά Χρόνια
Ο Μπέικον γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1561 στο Γιορκ Χάους κοντά στο Στραντ του Λονδίνου. Ήταν ο νεότερος από τους δύο γιους του υπουργού Δικαιοσύνης σερ Νίκολας Μπέικον. Η μητέρα του Αν Κουκ ήταν συγγενής του λόρδου Μπέργκλυ, κυριότερου υπουργού της βασίλισσας Ελισάβετ Α'. Μαζί με τον αδερφό του, Άντονυ, ξεκίνησαν να φοιτούν στο Κολλέγιο Τρίνιτυ του Καίμπριτζ το 1573. Τα δύο χρόνια σπουδών του στο πανεπιστήμια διακόπηκαν λόγω ασθένειας. Η απέχθεια που ένιωθε ο Μπέικον για την «άκαρπη», όπως την αποκαλούσε, αριστοτελική φιλοσοφία χρονολογείται από τότε.
Δικηγορική σταδιοδρομία
Ο Μπέικον στράφηκε αρχικά προς το δικηγορικό στάδιο. Το 1576 άρχισε νομικές σπουδές στο Γκρέυς Ιν έναν από τους τέσσερις δικαστικούς οίκους που αποτελούσαν τα ιδρύματα διδασκαλίας του Δικαίου στο Λονδίνο και το 1582, έγινε δικηγόρος. Δεν άργησε να εξελιχθεί σε λέκτορα και αργότερα σε έκτακτο βασιλικό σύμβουλο, του γενικού εισαγγελέα και του γενικού συνηγόρου.
Το 1589 μία εργασία του με τίτλο Προειδοποίηση σχετικά με τις διχογνωμίες στην Αγγλικανική Εκκλησία (Αn Advertisement touching the Controversies of the Church of England), κατέδειξε την πολιτική ευθυκρισία του Μπέικον. Το 1593 έλαβε θέση αντίθετη προς την επιβολή φόρων προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες του πολέμου εναντίον της Ισπανίας. Η βασίλισσα Ελισάβετ οργίστηκε εναντίον του και ο Μπέικον περιέπεσε σε δυσμένεια επί σειρά κρίσιμων ετών.
Σχέσεις με τον κόμη του Έσσεξ
Πριν τον Ιούλιο του 1591, ο Μπέικον μαζί με τον αδελφό του Άντονυ γνωρίστηκαν με τον Ρόμπερτ Ντεβερέ, κόμη του Έσσεξ, προστατευόμενο του Μπέρκλυ και ευνοούμενο της βασίλισσας Ελισάβετ. Ο Μπέικον θεώρησε το Έσσεξ ως «το καταλληλότερο όργανο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κράτος». Ο Έσσεξ έκανε ότι μπορούσε για να εξευμενίσει τη βασίλισσα, και όταν έμεινε κενή η θέση του γενικού εισαγγελέα υποστήριξε ένθερμα την υποψηφιότητά του. Η προσπάθειά του όμως απέτυχε, ενώ η Ελισάβετ αρνήθηκε επίσης να τον διορίσει γενικό συνήγορο, τον προσέλαβε όμως ως έναν από τους νομικούς συμβούλους της.
Ο Μπέικον αργότερα, αμφίβολος για τις κινήσεις του Έσσεξ, προσπάθησε να στρέψει την προσοχή του Έσσεξ στην Ιρλανδία όπου οι Ιρλανδοί καθολικοί είχαν επαναστατήσει εναντίον των αγγλικών στρατευμάτων που στάθμευαν εκεί για να συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Όταν το εγχείρημα απέτυχε και ο Έσσεξ πανικόβλητος επέστρεψε στην Αγγλία, παρά τις οδηγίες που του είχαν δοθεί, ο Μπέικον ως σύμβουλος της βασίλισσας αναγκάστηκε τον Ιούλιο του 1600 να λάβει μέρος στην άτυπη δίκη του προστάτη του. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Έσσεξ, στις 8 Φεβρουαρίου 1601, ο Μπέικον τον αντιμετώπισε ως προδότη και συνέταξε αναφορά αποκήρυξής του.
Στην υπηρεσία του Ιακώβου Α'
Όταν πέθανε η Ελισάβετ το 1603, ο Μπέικον χρησιμοποίησε την επιστολογραφική του δεινότητα προκειμένου να εξασφαλίσει μία θέση κοντά στον βασιλιά Ιάκωβο Ά. Στις επιστολές του υπογράμμιζε το ενδιαφέρον του για τις ιρλανδικές υποθέσεις, για την ένωση των βασιλείων (Αγγλίας και Σκωτίας), καθώς και για την ειρήνευση της Εκκλησίας ως απόδειξη ότι ήταν σε θέση να προσφέρει πολλά στον νέο βασιλιά. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε ως βασιλικός νομικός σύμβουλος και έλαβε μέρος στην πρώτη σύνοδο του Κοινοβουλίου μετά την ανάρρηση του Ιακώβου Α'. Το 1605 δημοσίευσε το έργο Πρόοδος της Μάθησης που το αφιέρωσε στο βασιλιά, και το καλοκαίρι του ίδιου έτους νυμφεύτηκε την Άλις Μπάρναμ.
Τον Ιούνιο του 1607 οι προσπάθειές του να πείσει τη Βουλή των Κοινοτήτων να δεχθεί τις προτάσεις του βασιλιά για ένωση Αγγλίας-Σκωτίας αμείφθηκαν επιτέλους, όταν του απονεμήθηκε το αξίωμα του γενικού συνηγόρου. Η πολιτική επιρροή του Μπέικον τότε ήταν ακόμη αμελητέα, γεγονός που ο ίδιος απέδιδε στην ισχύ και το φθόνο του Ρόμπερτ Σέσιλ, Λόρδου του Σώλσμπερυ, κυριότερου υπουργού του βασιλιά. Το 1612 μετά το θάνατο του Σέσιλ, ο Μπέικον επανέλαβε τις προσπάθειές του για επιρροή στον Ιάκωβο Α' συγγράφοντας σειρά πονημάτων για τις κρατικές υποθέσεις. Το 1618 διορίστηκε λόρδος καγκελάριος και ονομάστηκε βαρόνος του Βέρουλαμ (Σαιντ Ώλμπανς),ενώ το 1620-21 του απονεμήθηκε ο τίτλος του υποκόμη του Σαιντ Ώλμπανς.
Το κύριο έργο του την περίοδο αυτή πρέπει να ήταν η καθοδήγηση του βασιλιά Ιακώβου, πάντοτε σε συσχετισμό, άμεσο ή έμμεσο, με τα οικονομικά θέματα. Ο βιογράφος του Μπέικον Τζέιμς Σπέντιγκ παραθέτει μία σημαντική μαρτυρία: ο Ιάκωβος γνώριζε ότι «κατά την τελευταία δεκαπενταετία (ο Μπέικον) υπήρξε ο εργατικότερος, ο περισσότερο αφοσιωμένος, ο πιο πιστός και πλέον μετριόφρων θεράπων, αλλά και εκείνος που αμείφθηκε λιγότερο».
Πτώση από την εξουσία
Το 1621 η θέση του Μπέικον φαινόταν ακλόνητη. Ήταν ευνοούμενος του βασιλιά λόγω της χρησιμότητας των υπηρεσιών του και της αφοσίωσής του, έχοντας επίσης επισύρει την προσοχή λογίων του εξωτερικού, ως συγγραφέας του Νέου Οργάνου(1620) και ως εισηγητής της Μεγάλης Αναθεώρησης, ενός γενικού σχεδίου για την αναδιοργάνωση των επιστημών και την αποκατάσταση του ανθρώπου στην κυριαρχία της φύσης. Είχε όμως και εχθρούς καθώς διατυπώθηκε δύο φορές εναντίον του η κατηγορία της δωροδοκίας. Ο Μπέικον παραδέχθηκε ότι είχε δεχθεί δώρα, αρνήθηκε όμως ότι αυτά επηρέασαν την κρίση του ως δικαστή. Αδύναμος να δικαιολογηθεί αποφάσισε να δείξει μετάνοια και υποταγή και παραιτήθηκε από το αξίωμά του. Η καταδικαστική απόφαση ήταν βαριά και περιελάμβανε πρόστιμο 40.000 λιρών, φυλάκιση στον Πύργο του Λονδίνου για όσο διάστημα ήθελε ο βασιλιάς, στέρηση του δικαιώματος να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, αποκλεισμό από το Κοινοβούλιο και τη Δικαιοσύνη.
Ο Μπέικον θεώρησε δύσκολο να δεχθεί τις απαγορεύσεις που του επιβλήθηκαν, αναλώνοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε εργασία πολυτιμότερη από εκείνη που είχε κάνει όταν κατείχε τα υψηλότερα αξιώματα. Προσέφερε τις φιλολογικές του ικανότητες για να εξασφαλίσει στον βασιλιά έναν Πανδέκτη των νόμων, μία ιστορία της Αγγλίας, καθώς και βιογραφίες των βασιλέων της δυναστείας των Τυδώρ. Συνέταξε μνημόνια περί τοκογλυφίας και περί προοπτικών ενός πολέμου με την Ισπανία. Διατύπωσε απόψεις σχετικά με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ολοκλήρωσε δύο φυσικές ιστορίες, την Ιστορία των ανέμων(1622) και την Ιστορία της ζωής και του θανάτου(1623). Το 1623 εξέδωσε το έργο Περί της προόδου των επιστημών και το 1625 εκδόθηκε η τρίτη έκδοση των Δοκιμίων του, που είχαν εκδοθεί για πρώτη φορά το 1597.
Ο Μπέικον ποτέ δεν έλαβε την πλήρη συγχώρηση και αμνηστία που θα τον αποκαθιστούσε. Τον Μάρτιο του 1626, καθώς πήγαινε με την άμαξα και βρισκόταν κοντά στο Χάιγκεϊτ, του ήρθε η ιδέα να διαπιστώσει αν το χιόνι ανέστελλε τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Σταμάτησε την άμαξα του, αγόρασε μία όρνιθα και τη γέμισε με χιόνι. Έπαθε τότε ψύξη, που εξελίχθηκε σε βρογχίτιδα, και πέθανε στις 9 Απριλίου 1626.
Η σκέψη του
Η καθοριστική αρχή στην ψυχοσύνθεση του Μπέικον ήταν ο σταθερός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο τάσεις: θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πειστικά, πότε για τον πρακτικό πότε για τον θεωρητικό τρόπο ζωής. Η αλλαγή εστιακής απόστασης από βραχυπρόθεσμους σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς ήταν ανησυχητική για τον ίδιο και τους κριτικούς του. Οτιδήποτε ίσως σκεφθεί κανείς για τους στόχους του Μπέικον λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές επιτυχίες και τους πατριωτικούς στόχους, η γνησιότητα του ως φιλοσόφου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αν το γεγονός ότι άφησε ημιτελές έργο και και πολλά προγράμματα σε μορφή προσχεδίου σημαίνει αποτυχία, τότε απέτυχε και στις φιλοσοφικές και πολιτικές προσπάθειές του. Μία τέτοια εκτίμηση ωστόσο δεν λαμβάνει υπόψη το αληθινό του όραμα - τον έλεγχο της φύσης, υποτασσόμενος σε αυτή.
Κύρια φιλοσοφικά κείμενα
- Instauratio magna (Αναστήλωση των επιστημών)
- Novum organum (Το νέο όργανο)
- Parasceve ad Historiam Naturalem et Experimentalem (Σύντομο σχεδίασμα των απαιτήσεων μιας θεμελιακής φυσικής ιστορίας)
- De Augmentis Scientiarum(Περί της προόδου των επιστημών)
Οι πηγές του
Σύγχρονοι κριτικοί έδειξαν ότι άντλησε μεγάλο μέρος των γνώσεών του από τον Μπερναντίνο Τελέζιο (Bernandino Telesio), φιλόσοφο του 16ου αιώνα που στράφηκε κατά του αριστοτελισμού και υποστήριξε την εμπειρική μέθοδο, από τον Χουάν Ουάρτε (Juan Huarte), Ισπανό φιλόσοφο και γιατρό του 16ου αιώνα, και από μεσαιωνικές και αναγεννησιακές συλλογές.
Η γνωσιοθεωρία του
Από το Πρόοδος της μαθήσεως φαίνεται ότι ο Μπέικον έδινε μεγάλη αξία στη γνώση, χωρίς ωστόσο να χτυπάει στον αέρα· υπήρχε θρησκευτική, κοινωνική και σκεπτική αντίθεση. Η γνώση αμύνονταν κατά της δυσπιστίας και των διαστρεβλώσεων που οφείλονταν στο ζήλο των θεολόγων, κατά της κριτικής των πολιτικών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η γνώση εξασθενεί τη δράση, και κατά της δυσπιστίας των ίδιων των πεπαιδευμένων. Ο Μπέικον δεν ανεχόταν τους τρόπους των λογίων, αλλά πίστευε ότι οι πεπαιδευμένοι έχουν τη δυνατότητα να δείξουν μεγαθυμία επειδή έχουν συνείδηση του εύθραυστου προσώπου τους, της αποτυχίας του πεπρωμένου τους και της αξίας της ψυχής τους και της κλίσης τους. Οίκτιρε την εκκεντρική, εριστική και «λεπτεπίλεπτη» μάθηση· ο άνθρωπος όφειλε να αγωνίζεται για να γνωρίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο πριν από τις λέξεις και το ίδιο το περιεχόμενο δεν πρέπει να αποσυντίθεται στα στρεβλά ερωτήματα των μεσαιωνικών σχολαστικών. Σοβαρότερη είναι η απάτη που καταστρέφει την ουσιαστική μορφή της γνώσης, γιατί η αλήθεια του όντος και η αλήθεια της γνώσης είναι ένα. Θεωρούσε «δηκτικό χιούμορ» την ακραία εκζήτηση του νεωτερισμού ή της Αρχαιότητας, δυσπιστούσε προς τον πρόωρο περιορισμό της γνώσης σε «ελευθέριες τέχνες», προείδε τη διόγκωση του ρόλου των ειδικών και τους κινδύνους μιας επιπόλαιης απόρριψης των αμφιβολιών.
Αν και ήταν πεπεισμένος για την ανάγκη της πληρότητας της γνώσης, ο Μπέικον δεν απέκρυψε τα ενδιαφέροντά του: «Ο τομέας της φιλοσοφίας και των επιστημών είναι η σφαίρα χωρίς την οποία δεν με ενδιαφέρει να ζω». Στο προοίμιο, στην εισαγωγή και στο σχέδιο για την Αναστήλωση των επιστημών εισηγήθηκε τη ριζική ανάπλαση της επικοινωνίας ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα και στη φύση των πραγμάτων, όπου η συλλογιστική σκέψη πρέπει να υποβιβαστεί υπέρ μιας κριτικής υπαγωγής βασισμένης σε πειραματικό έλεγχο. Ο στόχος του ήταν να υποτάξει και να ξεπεράσει τις ανάγκες και τις δυστυχίες της ανθρωπότητας. Περιέγραφε την επιστημονική μέθοδο που θα ακολουθούσε, έκανε παρατηρήσεις, καθώς και ένα προσχέδιο ώστε να καταλήξει στην αρχή που θα ρύθμιζε το όλο εγχείρημα, που ήταν η δόξα του Θεού.
Στο Νέο όργανο η θεωρία εκφράστηκε με αφορισμούς, στους οποίους τρεις ιδέες αποτελούσαν το υπόβαθρο: η ανάγκη για μία νέα λογική, η προσπάθεια ανακάλυψης των «μορφών» αυτού που πίστευε ότι είναι ένας περιορισμένος αριθμός απλών φύσεων (ποιοτήτων όπως η θερμότητα ή η λευκότητα) και η συλλογή μίας περιεκτικής φυσικής ιστορίας. Εξετάζοντας χωριστά τις τρεις ιδέες, δεν είναι δύσκολο να τις συλλάβουμε· είναι η μεταξύ τους σύνδεση που έχει θεωρηθεί αινιγματική και μη ικανοποιητική. Ο Μπέικον θεωρούσε τη γνώση σαν μία πυραμίδα με τη φυσική ιστορία στη βάση της, τη φυσική στο μέσο της και τη μεταφυσική στην κορυφή της. Η εκτίμηση του γι' αυτό το τμήμα του έργου φαίνεται ότι είχε αυξηθεί και προς το τέλος της ζωής του, της έδωσε θεμελιώδη σπουδαιότητα.
Φιλοσοφία της επιστήμης
Η θέση του ως επιστήμονα, με την σύγχρονη ονομασία του όρου, είναι χαμηλή. Θεωρείται ξεπερασμένος και υπερβολικά επιφυλακτικός ως προς την αστρονομική θεωρία· αδυνατούσε να αναγνωρίσει τη σημασία της αναγνώρισης των αλγορίθμων από τον Σκώτο μαθηματικό Τζων Νάπιερ (John Napier) και, γενικά, υποτιμούσε τους μαθηματικούς· ήταν ελλιπώς ενημερωμένος για το σύστημα των μοχλών, την επιτάχυνση των σωμάτων και την κυκλοφορία του αίματος. Ο Μπέικον αδυνατούσε να αναγνωρίσει το έργο μερικών από τους σημαντικότερους άντρες της εποχής του ως σύμπτωμα πνευματικής ανισομέρειας. Ο νους του, τόσο οξύς να επισημαίνει ομοιότητες, δεν ήταν εξίσου ικανός να διακρίνει διαφορές. Μελετούσε σε απομόνωση, απρόθυμος να πραγματευθεί ότι ο ίδιος δεν ήταν εντελώς εξοπλισμένος να κατανοήσει.
Η Επαγωγική μέθοδός του και οι ατέλειές της
Οι έντονα γνωστικοποιημένες απόψεις του Μπέικον σχετικά με την ανάγκη μιας νέας λογικής οδήγησαν σε σύνδεση του ονόματος του με την επαγωγή.Ο επαγωγικός συλλογισμός του Μπέικον, που αναπτύσσεται εν μέρει στο Νέο όργανο μέσω αναζήτησης της ουσιαστικής φύσης της θερμότητας, επικρίθηκε το είναι ανοιχτή σε δύο ριζικές αντιθέσεις.
Αρχικά, η επίπονη εργασία απαιτεί ή χρειάζεται υποθέσεις - και ο Μπέικον δεν βοηθά στην διατύπωση τέτοιων εννοιών, αν και κατά ειρωνικό τρόπο, προσέφερε κάτι σαν βοήθεια με την έρευνα της θερμότητας. Ήταν τόσο προσηλωμένος στο να τονίζει το αλάθητο της μεθόδου του, ώστε αρνιόταν να αποδεχθεί την εφευρετική ιδιοφυΐα άλλων ανδρών ή ακόμη να αναγνωρίσει τα όρια της δικής του ιδιοφυΐας. Επίσης η μέθοδος καταρρέει όταν συσχετίζεται με τον προστιθέμενο στόχο, δηλαδή την ανακάλυψη «μορφών». Ο ίδιος ο Μπέικον είχε μεγάλη δυσκολία να δώσει έναν επαρκή και ακριβή ορισμό εκείνου που ευνοεί με τον όρο. Όταν επιχειρείται να δοθεί ο ορισμός των μορφών, αποκαλύπτεται ότι οι μορφές δεν είναι ούτε παραστάσεις ούτε αφαιρέσεις, αλλά εξαιρετικά γενικές φυσικές ποιότητες που είναι περιορισμοί ή ειδικές εκδηλώσεις μερικών ανώτερων γενών. Υπονοείται επίσης ότι αυτές οι γενικές ποιότητες μπορούν να θεωρηθούν ως τρόποι δράσης απλών σωμάτων. Μέρος της δυσκολίας στην κατανόηση της μεθόδου του Μπέικον οφείλεται στην επιλογή των όρων. Ενσυνείδητα παρέλαβε τους όρους μεταφυσική και μορφή από τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό και τροποποίησε τις έννοιες· είχε επίσης την τάση να χρησιμοποιεί τους όρους κίνηση, νόμο και φύση κάπως αόριστα.
Τα Είδωλα
Στο πρώτο βιβλίο του Νέου οργάνου πραγματεύεται τις αιτίες του ανθρώπινου λάθους στην αναζήτηση της γνώσης, για τις οποίες επινοεί τη μεταφορική έννοια του «ειδώλου». Αναγνώρισε τέσσερις κατηγορίες ειδώλων:
1)Τα idola tribus (είδωλα της φυλής, του είδους)· είναι πλάνες εγγενείς στην ανθρώπινη φυλή γενικά. Από αυτά,τα πιο κυρίαρχα είναι η τάση να υποθέτουμε στη φύση μεγαλύτερη τάξη και κανονικότητα από αυτή που υπάρχει πραγματικά·ή η τάση να γενικεύουμε από λίγες παρατηρήσεις ή να δίνουμε υπόσταση σε απλές αφαιρέσεις, πλάσματα του νου.
2)Τα idola specus (είδωλα της σπηλιάς) που αναφέρονται στις ατομικές ιδιαιτερότητες. Κάποιος επικεντρώνεται στις ομοιότητες, άλλος στις διαφορές μεταξύ των αντικειμένων. Κάποιος δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη λεπτομέρεια, ενώ άλλος στο σύνολο.
3)Τα idola fori (είδωλα της αγοράς)· είναι πλάνες που οφείλονται στη γλώσσα. Η αναξιόπιστη φύση της γλώσσας απασχολούσε πάντα την αγγλική φιλοσοφία και ο Μπέικον ανησυχούσε πάντα για την επιφανειακή χρήση της γλώσσας, όπου οι ανόμοιες έννοιες κατηγοριοποιούνται με λάθος τρόπους. Ανησυχούσε επίσης για το ότι οι λέξεις παρασύρουν τους ανθρώπους σε συζητήσεις χωρίς σκοπό και νόημα. Αυτή η πλευρά της σκέψης του άσκησε σημαντική επιρροή στη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη και εγκαινίασε τη μακρά παράδοση του ορθολογισμού του 19ου και 20ου αιώνα.
4)Τα idola theatri (είδωλα θεάτρου)· εσφαλμένοι τρόποι σκέψης που απορρέουν από παραδεδεγμένα φιλοσοφικά συστήματα και από λανθασμένες μεθόδους απόδειξης.
Τα Δοκίμια
Ο Μπέικον επιδίωξε να βοηθήσει την ανθρωπότητα όχι μόνο με «τα μυστικά της επιστήμης» αλλά και με τις «δυσκολίες της ζωής» και θεώρησε ότι η νέα του λογική επεκτεινόταν στις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Δοκίμια (Essayes) προσπάθησε να μελετήσει τις απλές φύσεις πραγμάτων όπως είναι η φιλοδοξία,η υποκρισία,η εκδίκηση και ο έρωτας. Κατέγραψε εμπειρίες που απέρρεαν από την ιστορία και τις παρατηρήσεις του. Δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει συγκεκριμένα πειράματα, αλλά εξέταζε περιπτώσεις συμπεριφοράς και κινήτρων και, στηριζόμενος σε αυτές, διατύπωσε με λαμπρό τρόπο γενικά συμπεράσματα. Προσέθεσε ως υπότιτλο σταΔοκίμια τα «εντόσθια των πραγμάτων» ή «διεσπαρμένοι διαλογισμοί». Θεώρησε ότι αυτή η μορφή έκφρασης του προσέφερε πεδίο για ανιδιοτελή σχόλια·δεν αξίωνε να αποδείξει ένα ζήτημα ή να εξωθήσει κάποια αιτία ή να χειραγωγήσει κάποιον για να πράξει το καλύτερο των πραγμάτων· του έδινε την ελευθερία να δει και τι πράττουν οι άνθρωποι και τι οφείλουν να πράττουν. Αυτό το κράμα ρεαλισμού και ιδεώδους σκοπιμότητας και ηθικότητας, κάνει αυτά τα περιεκτικά και διαυγή κείμενα, όχι απλά αναγνώσματα, αλλά κείμενα γεμάτα σοφία για τον αναγνώστη που έχει τη γνώση της τεχνικής του συγγραφέα.
πηγή: wikipedia