Παρακολουθώντας κανείς τις διαστάσεις που έλαβε η οικονομική κρίση, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία της χώρας μας, δεν μπορεί να μη παρατηρήσει πόσο άλλαξε η συμπεριφορά του έλληνα καταναλωτή, σε σχέση με την κάλυψη των καθημερινών του αναγκών. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων πλέον στην Ελλάδα στράφηκε εκ των πραγμάτων προς φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα οι προσφορές και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (που έχουν διπλασιάσει το μερίδιό τους τα τελευταία χρόνια), για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους και αναθεώρησαν τη στάση τους στα δευτερεύοντα είδη, που σχετίζονται με την ένδυση και τη διασκέδαση.
Η αντίληψη των περισσοτέρων, που μέχρι χθες ήταν «πρέπει να το έχω» για πολλά είδη, αντικαταστάθηκε από το «αν και κατά πόσο μου είναι χρήσιμο και απαραίτητο να το έχω». Με αποτέλεσμα το συμβιβασμό με κάποιο φθηνότερο προϊόν που μπορεί να μην έχει το γκλάμουρ του άλλου, αλλά ικανοποιεί πλέον μια ανάγκη που βρίσκεται πιο κοντά στη βάση της πυραμίδας του Maslow και όχι απλώς τη ματαιοδοξία.
Αλλά αυτό νομίζω ότι επεκτάθηκε και στους «έχοντες και κατέχοντες» ο τρόπος ζωής των οποίων τους «επέβαλλε» να προτιμούν τα ακριβά προϊόντα, μέσω των οποίων προέβαλλαν την κοινωνική τους «καταξίωση». Και οι άνθρωποι αυτοί έχουν περιορίσει πλέον δραστικά το κόστος των αγορών τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών (άνω του 85%) προτιμά τις προσφορές επωνύμων προϊόντων. Η σύγχρονη πραγματικότητα και η απότομη προσγείωση στις πιεστικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου είδους καταναλωτών, με πιο έξυπνη καταναλωτική συμπεριφορά. Το περιορισμένο διαθέσιμο για αγορές εισόδημα, οδήγησε σε πιο «ψαγμένους» και ευαισθητοποιημένους ως προς την τιμή, αλλά και την ποιότητα των προϊόντων που αγοράζουν καταναλωτές.
Το νέο αυτό είδος καταναλωτών, προήλθε πρωτίστως από την – τείνουσα σήμερα προς εξαφάνιση – μεσαία τάξη, η οποία αποτελεί και την κινητήρια δύναμη κάθε οικονομίας. Αλλά αυτό αποτελεί άλλο θέμα. Έτσι, βοηθούσης και της τεχνολογίας, φτάσαμε από την εποχή του «βάλε να έχουμε» αδιακρίτως ποσότητας και τιμής στην εποχή που μπορούμε και επιβάλλεται να προσέχουμε τα πάντα πριν αγοράσουμε. Ας είναι καλά το διαδίκτυο που προσφέρει ενημέρωση και απαντήσεις για όλα. Ποια είναι η σωστή τιμή για κάθε προϊόν, ποιοι το πουλάνε, με ποια ακριβώς χαρακτηριστικά, κ.ο.κ. Συγκρίσεις τιμών όχι μόνο για ρούχα, ηλεκτρικά είδη, έπιπλα ή αυτοκίνητα, αλλά για το γάλα, το τυρί, το κρέας και τα φασολάκια.
Ο σύγχρονος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να είναι καλύτερα προετοιμασμένος για τις αγορές του. Χρησιμοποιεί λίστα αγορών, επιλέγει τα πιο κοντινά στο σπίτι του καταστήματα, πηγαίνει συχνότερα στο σούπερ μάρκετ ελέγχοντας καλύτερα τις επιλογές του. Σε σχέση με το παρελθόν, είναι περισσότερο ενημερωμένος για τις προσφορές, την ποιότητα, τις συσκευασίες, τα brands και τις τιμές, ενώ για να επιτύχει αγορές χαμηλότερου κόστους αγοράζει από περισσότερα τους ενός καταστήματα, κυνηγώντας τυχόν προσφορές.
Επίσης, στην επιλογή της μάρκας έχει προσθέσει και έναν ακόμα παράγοντα, πέρα από την τιμή και την αξιοπιστία της, που είναι η προέλευσή της. Προφανώς τα προϊόντα ελληνικής προέλευσης έχουν πρόσφατα μεγαλύτερη απήχηση. Τέλος, μπορεί τα ακριβά αρώματα να κρύβονται σε μικρά μπουκάλια, αλλά οι σύγχρονοι καταναλωτές επιλέγουν τις μεγαλύτερες συσκευασίες για να εξοικονομήσουν χρήματα.
Ωστόσο, δεν άλλαξε μόνο η κρίση τους έλληνες καταναλωτές, αλλά και η άμεση επαφή που έχουν αποκτήσει με τις επιχειρήσεις – με τη βοήθεια των social media και του Διαδικτύου γενικότερα – που μεταβάλλει τελείως τη συμπεριφορά και τις απαιτήσεις τους.