«Ο παππούς ήρθε από την Κωμιακή της Νάξου. Το συνέχισε ο πατέρας μου. Και τώρα στο πόδι τους είμαι εγώ», λέει ο Νίκος Ι. Σιδερής ένας νέος και καλόκαρδος άνδρας που στέκεται με φωτεινό πρόσωπο πίσω απ΄ τον πάγκο.
Με υποδέχεται με απροσποίητη ευγένεια, παρότι άργησα τέσσερα λεπτά, αλλά, ιδιαιτέρως τυπικός. Κι όταν τον ρωτώ τι σημαίνει για κείνον η ακρίβεια, μου εξηγεί με τον τρόπο του, ότι πάνω- κάτω πλέον σε αυτήν την περιοχή έχει δομήσει τη ζωή του. «Η συνέπεια είναι θέμα συνήθειας. Κι όλοι μου οι φίλοι είναι συνεπείς» λέει ήρεμα. Οι απαντήσεις είναι ήρεμες. «Σε κάνει η δουλειά έτσι. Κι εγώ που πρώτα ήμουν ίσως νευρικός και υπερκινητικός, τώρα είμαι πιο ήρεμος», λέει σαν να διαβάζει τη σκέψη μου.
Μου κάνει εντύπωση, πως γίνεται κι ανάμεσα σε τόσα ρολόγια, που χτυπάνε άλλα στις ώρες, άλλα στις μισές κι άλλα στα τέταρτα, ξέρει πάντα τι ώρα είναι. «Που βλέπεις την ώρα;» απορώ. Γελάει συγκαταβατικά και μου δείχνει ένα μεγάλο επιδαπέδιο ρολόϊ πίσω από την πλάτη του. «Από αυτό. Κλασσικό Γερμανικό. Μας συντροφεύει από το 1928 μέχρι σήμερα» λέει και το βλέμμα του αστράφτει.
Τρίτης γενιάς ωρολογοποιός ο Νίκος, αισθάνεται δικαιολογημένα υπερήφανος, όταν διηγείται ότι ο παππούς του, σκαρώνοντας μια πατέντα σε ένα παληό ρολόϊ, κατάφερε να δώσει την πρώτη ακριβή ώρα Ελλάδος, από το Λόφο των Νυμφών του Αστεροσκοπείου, στο Ζάππειο, απ΄ όπου άρχισε να εκπέμπει στα 1938 ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Αθηνών.
Ο Παππούς του, αρχικά που έμαθε την τέχνη στη Γερμανία και ξεκίνησε από ένα μαγαζάκι στην Κυψέλη και εν συνεχεία και ο πατέρας του, εγκαταστήσανε τα ρολόγια στον Αερολιμένα Αθηνών, την παληά Σχολή Ευελπίδων, το Πανεπιστήμιο, την Αθηναϊκή Λέσχη και την Παλαιά Βουλή, αλλά και ωρολογιακούς μηχανισμούς πολλών κωδωνοστασίων σε όλη την Ελλάδα.
Ο ίδιος σπούδασε την τέχνη του ωρολογοποιού. Η δουλειά αυτή είναι δύσκολη, όπως λέει. Η αφοσίωση στην λεπτομέρεια αποσπά όλη την προσοχή σου. Η υπομονή υφαίνει τις ώρες που περνάς σκυφτός πάνω από ένα ρολόϊ και προφανώς όλο αυτό, θέλει προεχόντως, μεράκι. Και η ανταμοιβή; «Οι συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά, ένα μεροκάματο βγαίνει. Όμως δεν πληρώνεται με τίποτε εκείνη η στιγμή όπου δίνω ζωή σ΄ ένα παληό ρολόϊ και ξυπνάω τις αναμνήσεις στον κάτοχό του».
Παρά την κρίση, ο Νίκος Σιδερής είναι αισιόδοξος. «Θέλω να΄ χω τη δουλίτσα μου και να κάνω οικογένεια. Να πορευθούμε ήρεμα και ήσυχα. Δε θέλω κάτι παραπάνω. Μου αρκούν όσα έχω» λέει, δίνοντας ένα συγκινητικά ανθρώπινο μάθημα αυτάρκειας, για πολλούς ξεχασμένο στις μέρες μας.
Έχει όμως ένα παράπονο. Γιατί, μολονότι είναι απολύτως τυπικός στις υποχρεώσεις του και από μόνος του προσφέρεται να αυξήσει το ενοίκιο, το Ταμείο Εμπόρων, στο οποίο ανήκει το οίκημα, δεν του ανανεώνει το συμβόλαιο και του ζητάει να φύγει από εκεί, χωρίς να του λένε για ποιό λόγο. «Σας χρωστάει χρήματα;» ρώτησε την πλευρά του Ταμείου η δικαστής στη δίκη που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Κι όταν έλαβε απάντηση αρνητική δεν μπόρεσε να κρύψει την απορία της «τότε με ποια δικαιολογία τον διώχνετε από τη δουλειά του τον άνθρωπο;». Εξήγηση δεν πήρε…
Κι όμως τέτοια μαγαζιά, όπως το ρολογάδικο των Σιδερήδων δίνουν το σφυγμό στο ιστορικό κέντρο της πόλης που κατακλύζεται σήμερα από μπαράκια και φαγάδικα, με υψηλά ενοίκια. Ίσως στην περίπτωση αυτή η παρέμβαση του Δήμου Αθηναίων να είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Πετάγομαι για λίγο δίπλα, στο κατάστημα «Άριστον» του Λομποτέση με τις φημισμένες τυρόπιτες που λειτουργεί σε τούτη τη γειτονιά από το 1910 και περνώντας μετά έξω από το ρολογάδικο του φωνάζω από την πόρτα «τι είναι για σένα ο χρόνος ρε μάστορα;».
«Ο χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί» απαντά χαμογελώντας από το βάθος. «Είναι κάτι βαθύτερο που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου!». Γειά σου ρε Νίκο!
Γιώργος Χατζηδημητρίου