Ήταν 26 Απριλίου του 1937, όταν η γερμανική ναζιστική αεροπορία έσβυσε από τον χάρτη μία μικρή πόλη στη χώρα των Βάσκων, την Γκουέρνικα, ύστερα από βομβαρδισμό τριών ωρών αφήνοντας στο πέρασμά της χιλιάδες νεκρούς. Η ενέργεια αυτή συγκλόνισε την ανθρωπότητα καθώς λειτούργησε ως προάγγελος των όσων συνέβησαν αργότερα από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Σύμφωνα με έναν επίσημο απολογισμό, οι νεκροί ανήλθαν στους 1.654 ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 800. Για χρόνια ο αριθμός των θυμάτων παρέμενε απροσδιόριστος καθώς η δικτατορία του στρατηγού Φράνκο, που διήρκεσε σαράντα χρόνια, εμπόδιζε την έρευνα για τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή του φρανκικού καθεστώτος, την πόλη πυρπόλησαν οι «κόκκινοι στασιαστές».
Ωστόσο, οι ιστορικοί αλλά και Γερμανοί μεταπολεμικοί πολιτικοί συνέκλιναν στην άποψη ότι για τη σφαγή ευθύνονται από κοινού οι ναζί και ο Φράνκο.
Σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν αργότερα στη δημοσιότητα, η ναζιστική Γερμανία δεν συνέδραμε τον Φράνκο μόνο με τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα. Ο ίδιος ο Χίτλερ υπολόγιζε ότι η βοήθειά του έφθασε τα 400 εκατ. μάρκα, ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό πόσοι Γερμανοί πολέμησαν δίπλα στις φασιστικές γραμμές, εάν κρίνουμε όμως από το ότι το φρανκικό καθεστώς παρασημοφόρησε 29.113 Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες, είναι φανερό πλέον το μέγεθος της βοήθειας.
Την ημέρα εκείνη ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος βρισκόταν στο Παρίσι, καθώς είχε εγκαταλείψει από δεκαετίες τη χώρα του. Αμέσως συνέλαβε την ιδέα του πίνακα και τον ολοκλήρωσε μέσα σε δύο περίπου μήνες προκειμένου να σταλεί στη Διεθνή 'Εκθεση του Παρισιού, όπως του είχε ζητήσει η ισπανική Δημοκρατική κυβέρνηση.
«Κραυγές παιδιών, κραυγές γυναικών, κραυγές πουλιών», σημείωνε στο ημερολόγιό του ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος, λίγο πριν καταγράψει στον ομώνυμο πίνακά του την καταστροφή της Γκουέρνικα.
Ο διάσημος πίνακας σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, ενώ για σαράντα χρόνια εκτίθετο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA) και επέστρεψε στη Ισπανία μόνο αφού κατέρρευσε το καθεστώς του Φράνκο. Τον όρο είχε θέσει ο ίδιος ο Πικάσο, να επιστρέψει δηλαδή το έργο του στην Ισπανία μόνο εφόσον αποκαθίσταντο στη χώρα «όλες οι ατομικές ελευθερίες». Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβε να το δει και ο ίδιος, καθώς είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα χωρίς να επιστρέψει ποτέ στη χώρα του.
Ο Πικάσο απαθανάτισε τη φρίκη του πολέμου στα χρώματα του άσπρου, του μαύρου και του γκρι. Στον πίνακα βλέπουμε ένα σκηνικό θανάτου, ακρωτηριασμού, πόνου και μέσα σ’ αυτό ένα τρομαγμένο άλογο και ένα κομμένο χέρι που κρατά ένα λουλούδι και ένα σπασμένο σπαθί. Μια εικόνα χάους, απόγνωσης και απέραντου πόνου.
Παρότι σήμερα η «Γκουέρνικα» θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του Πικάσο δεν είχε χαρακτηριστεί εξ αρχής ως αριστούργημα. Αμερικανοί κριτικοί και γάλλοι ζωγράφοι επέκριναν το έργο ως ένα άστοχο πολιτικό μήνυμα και ότι δεν έδειχνε ευαισθησία προς την εργατική τάξη. Σε αυτό συμφώνησε και ο γάλλος φιλόσοφος Πωλ Νιζάν χαρακτηρίζοντας την «Γκουέρνικα» προϊόν αστικής νοοτροπίας.
Ο Πικάσο ήταν όμως γνωστός όχι μόνο για τη δύναμη των έργων του, αλλά και για τις θρυλικές παρατηρήσεις του. Θρυλείται ότι είχε ένα σύντομο διάλογο με έναν αξιωματούχο της Γκεστάπο, όταν οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το Παρίσι.
Ο αξιωματούχος βρέθηκε στο σπίτι του καλλιτέχνη και βλέποντας μια φωτογραφία της «Γκουέρνικα» ρώτησε: «Εσείς το κάνατε αυτό;». «Όχι, εσείς!» ήταν η άμεση απάντηση του Πικάσο.