Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ρητορική για να μπορέσει ο ίδιος να πολεμήσει για το κλεμμένο του δίκιο. Αν και κατάφερε να κερδίσει τη δίκη, δεν μπόρεσε να πάρει την περιουσία του και αναγκάστηκε, για να ζήσει, να γράφει λόγους και να πληρώνεται. Στην εκκλησία του δήμου που προσπάθησε δυο φορές να μιλήσει δεν τα κατάφερε, γιατί τον εμπόδιζαν η νευρικότητά του και η δυσκολία να προφέρει το λ και το ρ. Τον πλήγωσε αυτή η ταπείνωση, τόσο, που αποφάσισε να λυτρωθεί από τα ελαττώματά του. Ο βάταλος (τσεβδός) όπως τον έλεγε η παραμάνα του, με την πίστη και την επιμονή του, πότε ανεβαίνοντας στον Λυκαβηττό και πότε κατεβαίνοντας στο Φάληρο, με την απαγγελία που έκανε σε διάφορους λόγους, μπόρεσε να νικήσει τις δυσκολίες στην άρθρωση, την κάποια του δειλία και να πετύχει την κυριαρχία στις κινήσεις του. Ήταν πια σε θέση να παρουσιαστεί στην εκκλησία του δήμου και να μιλήσει.
Οι τέσσερις φιλιππικοί λόγοι του και οι τρεις ολυνθιακοί τον καταξίωσαν στους Αθηναίους και τον έκαναν αθάνατο ρήτορα. Τους φλογερούς του λόγους τους δούλευε κοπιαστικά ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Για την επιμέλειά του αυτή ο ρητοροδιδάσκαλος Κυϊντιλιανός θα πει: «Τόση δύναμη υπάρχει σ' αυτόν, τόσο πυκνά είναι όλα, τόσο γεμάτα από εσωτερική ένταση, τόσο φροντισμένα, τέτοια πειθαρχία υπάρχει στο λόγο, που δεν μπορείς ν' ανακαλύψεις κάτι που να λείπει, που να είναι περιττό». Με τους απαράμιλλους λόγους του κατόρθωσε να παρασύρει τους Αθηναίους να πολεμήσουν εναντίον του Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, αν και στον πόλεμο αυτό πολέμησε κι ο ίδιος στη Χαιρώνεια ως απλός στρατιώτης. Έπειτα από το θάνατο του Φιλίππου, ο Δημοσθένης εξακολούθησε τον αγώνα του και εναντίον του Αλεξάνδρου, χωρίς όμως να πετύχει τίποτα.
Το 324 π.Χ. φεύγει εξόριστος από την Αθήνα, γιατί αποδείχτηκε ότι είχε δωροδοκηθεί, με "άρπαλα χρήματα" στην πρόθεση να βοηθήσει τον μεγαλύτερο καταχραστή της αρχαιότητας του στρατηγού Αλεξάνδρου, τον Άρπαλο, να δραπετεύσει. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι με ψήφισμά τους τον ανακάλεσαν πανηγυρικά από την εξορία, η ελευθερία του όμως αυτή δεν κράτησε για πολύ, γιατί αναγκάστηκε να φύγει ξανά ύστερα από την εμπλοκή του στην αποτυχημένη επανάσταση που έγινε τότε κατά των Μακεδόνων. Οι στρατιώτες του Αντίπατρου τον κυνήγησαν και τον βρήκαν στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαβρία, το πίσω ορεινό τμήμα του Πόρου. Για να μην τον πιάσουν, ήπιε δηλητήριο και πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 322 π.Χ.
Ύστερα από 42 χρόνια καθώς λέει ο Πλούταρχος, ο δήμος των Αθηναίων, (η Αθηναϊκή Δημοκρατία), θυμήθηκε να τον τιμήσει όπως του άξιζε, στήνοντας χάλκινο ανδριάντα και ψηφίζοντας να τρέφεται στο πρυτανείο κάθε φορά ο μεγαλύτερος εν ζωή των απογόνων του. Στη βάση του ανδριάντα του χαράχτηκε το περίφημο επίγραμμα:
«εἴπερ ἴσην γνώμῃ ῥώμην Δημόσθενες ἔσχες, οὔποτ' ἂν Ἑλλήνων ἦρξεν Ἄρης Μακεδών.» (στα αρχαία ελληνικά)[1]
«ίση την ρώμη με τη γνώμη εάν, ω Δημοσθένη, είχες, δε θα επάτ' εις Ελλάδα Άρης ποτέ Μακεδών»(σε μετάφραση του Αλεξάνδρου Ραγκαβή και απόδοση στα νέα ελληνικά) [3]
Τα τεχνικά μέτρα που εφάρμοσε ο Δημοσθένης είναι ίδια με του Ισοκράτη, το αποτέλεσμα όμως που γύρευε ήταν αντίθετο από εκείνου. Όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι στη ρητορική το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, απαντούσε πάντα έτσι: «η ηθοποιία».
πηγή: wikipedia