Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Τον Οκτώβριο του 1858 ο νεαρός Νίτσε επιλέχθηκε από το σχολικό επιθεωρητή, ανάμεσα σε πολλούς άλλους υποψήφιους και έτσι εισήχθηκε στο Πφόρτα, ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας. Οι επιδόσεις του στα μαθήματα υπήρξαν πολύ καλές, ενώ παράλληλα, συνέχιζε να γράφει ποιήματα και να ασχολείται με τη μουσική, γράφοντας πολλές φορές και δικές του μουσικές συνθέσεις.
Την ίδια εποχή, ήλθε σε επαφή και με τη λογοτεχνία και εκτίμησε ιδιαίτερα, το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ.
Αποφοιτώντας το 1864 από το Πφόρτα, ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου. Ο Νίτσε είχε αρχίσει σταδιακά να αμφισβητεί το Χριστιανισμό. Η εγγραφή του στο θεολογικό τμήμα ίσως να ήταν ή ένδειξη των αμφιβολιών του αυτών.
Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, διορίζεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλόσοφου Σοπενάουερ και συνδέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ. Πολύ σύντομα ο Νίτσε θα χαράξει το δικό του δρόμο. Παραιτείται από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ζώντας περιπλανώμενη ζωή, σε μικρές πανσιόν της Ελβετίας, της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας, αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής, της ηθικής, της θρησκείας και των άλλων πλευρών του δυτικού πολιτισμού, γράφοντας ασταμάτητα.
Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών, μυθιστοριογράφων και δραματουργών.
Ο Νίτσε υπήρξε ένας δριμύτατος επικριτής κάθε κατεστημένου σκέψης και τάξης. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε εναντίον του Χριστιανισμού. Το έτος 1865 διέκοψε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή και απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική του πίστη. Τα επιχειρήματά του αποτυπώνονται σε μια επιστολή που απέστειλε στην αδελφή του, στην οποία αναφέρει: «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ’ αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας […] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
O χριστιανισμός, κατά το Νίτσε, υποσχόταν τη σωτηρία του αμαρτωλού ο οποίος μετανοεί, ενώ παράλληλα η φιλοσοφία προσέφερε την ελπίδα της σωτηρίας, έστω και εγκόσμιας, για τους σοφούς της. Κοινό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκείας και της φιλοσοφίας ήταν η υπόθεση, η οποία δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα, αλλά παρέχει ισχυρό κίνητρο, ότι η ύπαρξη χρειάζεται αιτιολόγηση, δικαίωση ή εξιλέωση. Και οι δύο μπορούν να θεωρηθούν ως συμπτώματα μιας ζωής παρηκμασμένης, εξαθλιωμένης.
Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής παρέδιδε αρχικά διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου. Υπηρέτησε ως εθελοντής στο Γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-1871) με το μέρος της Πρωσίας και προσβλήθηκε συχνά από ασθένειες, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο, την ήδη ασθενική του υγεία.
Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο, έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη του με το Βάγκνερ, που επήλθε ύστερα από την αποτυχημένη παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών.
Το Μάιο του 1879 ο Νίτσε παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο, αφού δεν μπορούσε πια να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά. Είχε βλάβη και στους δύο αμφιβληστροειδείς των ματιών του, πρόβλημα που του προκαλούσε φοβερές ημικρανίες. Τα επόμενα χρόνια ο Νίτσε τα πέρασε ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις και χώρες της Ευρώπης, σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί η υγεία του. Στο διάστημα αυτό, ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του.
Τα έργα του Νίτσε χωρίζονται με ακρίβεια, σε τρεις προσδιορισμένες περιόδους
Στην πρώτη περίοδο κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη, με επιδράσεις του Σοπενάουερ και του Βάγκνερ.
Στη δεύτερη περίοδο ανακλάται η παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν τη χειραφέτησή του από το νεανικό του ρομαντισμό και τις επιδράσεις του Σοπενάουερ και του Βάγκνερ.
Στην τρίτη περίοδο, εκείνη της ωριμότητάς του, ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως συμπτώματα της κατάστασης εκείνου, ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Το έργο του ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής.
Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα έργα του Νίτσε, για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο.
Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν». Εκτός από το «τάδε έφη Ζαρατούστρα» το σημαντικότερο για πολλούς έργο του, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το ” Η Θέληση της Δύναμης”,” Ecce Homo”,” Η Γέννηση της Τραγωδίας”,”η Χαρούμενη επιστήμη”, “Η αυγή”, “Το Λυκόφως των Ειδώλων”,”Αντίχριστος”,”Πέρα από το καλό και το κακό” και πολλά άλλα.
Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
πηγή: wikipedia