Ο Προυστ γεννήθηκε στην πόλη Ωτέιγ (στο νοτιο-δυτικό τομέα του τότε αστικού 16ου διαμερίσματος του Παρισιού) στο σπίτι του θείου του στις 10 Ιουλίου 1871, δυο μήνες αφότου η Συμφωνία της Φρανφκούρτης έληξε επίσημα τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο. Γεννήθηκε μέσα στην βία που περιέβαλλε την λήξη της Γαλλικής Κομμούνας και η παιδική του ηλικία στιγματίστηκε από την παγίωση της Τρίτης Δημοκρατίας της Γαλλίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο αφορά τις τεράστιες αλλαγές, ιδιαίτερα την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο των μεσαίων τάξεων, που σημειώθηκαν στην Γαλλία κατά την διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας και το τέλος του αιώνα.
Ο πατέρας του Προυστ, Αντριέν Προυστ, ήταν ένας εξέχων παθολόγος και επιδημιολόγος που μελετούσε την χολέρα στην Ευρώπη και την Ασία. Έγραψε πολλά άρθρα και βιβλία πάνω στην ιατρική και την υγιεινή. Η μητέρα του Προυστ, Ζαν Κλεμένς Βέιλ, ήταν η κόρη μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία. Εμφάνισε μια καλά ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ στις επιστολές της και η γνώση της στην αγγλική γλώσσα ήταν αρκετή για να βοηθήσει με τις μεταφράσεις που έκανε ο γιος της πάνω στον John Ruskin. Ο Προυστ ανατράφηκε με την καθολική πίστη του πατέρα του. Βαπτίστηκε στις 5 Αυγούστου 1871 στην εκκλησία του Σαιντ-Λουί ντ'Ανταίν και αργότερα επιβεβαίωσε ότι ήταν καθολικός αλλά ποτέ δεν άσκησε τυπικά αυτή την πίστη. Αργότερα έγινε άθεος και θεωρούνταν κάτι σαν μυστικιστής.
Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Έκανε διακοπές μεγάλης διάρκειας στο χωριό Ιλλιέ. Αυτό το χωριό, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις από το σπίτι του θείου του στο Ωτέιγ, έγινε το μοντέλο της φανταστικής πόλης Κομπραί όπου πραγματοποιούνται μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. (Το χωριό Ιλλιέ μετονομάστηκε σε Ιλλιέ-Κομπραί το 1971 με την ευκαιρία των εορτασμών των εκατό χρόνων από την γέννηση του Προυστ)
Το 1882, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Προυστ μαθήτευσε στο λύκειο Κοντορσέ αλλά η εκπαίδευσή του διακόπηκε εξαιτίας της ασθένειάς του. Ωστόσο διακρίθηκε στην λογοτεχνία, κερδίζοντας ένα βραβείο στην τελευταία τάξη. Χάρη στους συμμαθητές του, ήταν σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση σε μερικά από τα σαλόνια της ανώτερης αστικής τάξης τα οποία του παρείχαν άφθονο υλικό για το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Συνέχισε τις σπουδές του στην Σχολή Πολιτικών Επιστημών, κατά την διάρκειά τους δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά. Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».
Παρά τα προβλήματα υγείας του, ο Προυστ υπηρέτησε έναν χρόνο (1889-90) στον γαλλικό στρατό, στην Ορλεάνη, μια εμπειρία που του χάρισε ένα μεγάλο επεισόδιο στο τρίτο βιβλίο του μυθιστορήματός του. Ως νέος άνδρας, ο Προυστ ήταν ένας ορειβάτης της κοινωνίας αλλά οι φιλοδοξίες του ως συγγραφέα παρεμποδίστηκαν από την έλλειψη αυτοπειθαρχίας του. Η φήμη του ως σνομπ και ερασιτέχνης, που είχε εκείνη την εποχή, συνέβαλε στα μελλοντικά προβλήματα που συνάντησε κατά την συγγραφή του πρώτου βιβλίου Από την πλευρά του Σουάν, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1913. Εκείνη την περίοδο συμμετείχε στα λογοτεχνικά σαλόνια της κυρίας Στράους, χήρας του Ζορζ Μπιζέ και μητέρας του παιδικού του φίλου Ζακ Μπιζέ, της Μαντλέν Λεμαίρ και της κυρίας Αρμάν ντε Καγιαβέτ, ενός από τα μοντέλα της κυρίας Βερντυρέν και μητέρας του φίλου του Γκαστόν Αρμάν ντε Καγιαβέτ, με την αρραβωνιαστικιά του οποίου (Ζαν Πουκέ) ήταν ερωτευμένος. Χάρη στην κυρία Αρμάν ντε Καβαγιέτ, ο Προυστ γνωρίστηκε με τον Ανατόλ Φρανς, τον εραστή της.
Σε ένα άρθρο το 1892, που είχε τίτλο "Η μη θρησκεία του κράτους" (L'Irréligion d'État) και δημοσιεύτηκε στο Le Banquet, και στο άρθρο στο Le Figaro (1904) με τίτλο "Ο θάνατος των καθεδρικών ναών" (La mort des cathédrales), ο Προυστ τάχθηκε υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους δηλώνοντας ότι ο σοσιαλισμός αποτελούσε την μεγαλύτερη απειλή στην κοινωνία από ότι η εκκλησία και τονίζοντας τον ρόλο της τελευταίας στην διατήρηση μιας πολιτιστικής και εκπαιδευτικής παράδοσης.
Ο Προυστ είχε μια στενή σχέση με την μητέρα του. Για να κατευνάσει τον πατέρα του, που επέμενε να ακολουθήσει μια καριέρα, ο Προυστ εργάστηκε εθελοντικά στην Βιβλιοθήκη Μαζαρίν το καλοκαίρι του 1896. Κάνοντας μια σημαντική προσπάθεια, έλαβε μια άδεια ασθενείας αρκετών ετών μέχρι που θεωρούνταν ότι παραιτήθηκε. Ποτέ δεν δούλεψε στον χώρο εργασίας του ούτε μετακόμισε από το διαμέρισμα των γονιών του μέχρι που πέθαναν και οι δυο.
Ο φιλικός και οικογενειακός του κύκλος άλλαξαν σημαντικά την πενταετία 1900-1905. Τον Φεβρουάριο του 1903 ο αδερφός του, Ρόμπερτ Προυστ, παντρεύτηκε και εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τέλος, το πιο συντριπτικό γεγονός, η αγαπημένη μητέρα του Προυστ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1905. Του άφησε μια σημαντική κληρονομιά. Η υγεία του καθ'όλη αυτήν την περίοδο συνέχισε να επιδεινώνεται.
Ο Προυστ πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του κυρίως στο δωμάτιό του όπου κοιμόταν κατά την διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Πέθανε από πνευμονία και πνευμονικό απόστημα το 1922. Θάφτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.
WIKIPEDIA