Ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Γεννήθηκε στο Χότζβιλ του Κεντάκυ και ήταν γιος του αγρότη Τόμας Λίνκολν και της βαθύτατα θρησκευόμενης Νάνσυ Χανκς. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 χρονών και γι' αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε τη Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία ουσιαστικά τον υιοθέτησε. Από μικρή ηλικία άρχισε να εργάζεται ως αγρότης, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε εντατικά για να τελειοποιήσει τη μόρφωσή του. Το 1830 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη και κατατάχθηκε στο στρατό όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Το 1834 εξελέγη μέλος της Βουλής του Ιλλινόις, θέση στην οποία εκλεγόταν μέχρι το 1840. Από το 1837 ασχολήθηκε με τη δικηγορία και σε επαγγελματικό επίπεδο, ενώ το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσο χωρίς όμως να διακριθεί. Επανήλθε στην πολιτική σκηνή το 1854, όταν ιδρύθηκε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τέθηκε επί τάπητος το θέμα της δουλείας. Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχτεί σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Το 1858, ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 1860 έθεσε υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο, τον οποίο και κέρδισε παρ' όλο που στις νότιες πολιτείες δεν κατόρθωσε να επιβληθεί. Στο μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε πως προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις τους. Οι πολιτείες του Νότου είχαν ήδη σχηματίσει δική τους κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Τον Απρίλιο του 1861 ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Την Πρωτοχρονιά του 1863 υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, το οποίο μπήκε ως τροπολογία στο σύνταγμα το 1865. Το 1864, ύστερα και από τις συνεχείς νίκες του στρατού, εκλέχτηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με ποσοστό 55%.
Γνώριζε τους αντιπάλους και τους εχθρούς του. Είχε κάποτε εκμυστηρευθεί ότι είχε δύο εχθρούς - στο εξωτερικό τον στρατό των Νοτίων και στο εσωτερικό τους τραπεζίτες δανειστές του κράτους. Και όμως στην ομιλία του μετά την ορκωμοσία της επανεκλογής του, στις 4 Μαρτίου 1865, ο Αβραάμ Λίνκολν διακήρυξε ότι δεν τρέφει «κακίες για κανέναν», ότι ζητεί «ευσπλαχνία για όλους» και ότι επιθυμεί πάνω απ' όλα «ειρήνη ανάμεσά μας».