Πρώτα χρόνια
Ο Μπίσμαρκ γεννήθηκε στην πρωσσική επαρχία του Βρανδεμβούργου, δυτικά του Βερολίνου. Ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και αξιωματικός του πρωσικού στρατού. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, χωρίς ιδιαίτερες ακαδημαϊκές διακρίσεις: αντίθετα ξεχώρισε για την κλίση του για το ποτό και για τις μονομαχίες, καθώς πήρε μέρος σε πενήντα από αυτές. Ο Μπίσμαρκ έλπιζε να γίνει διπλωμάτης, αλλά διορίστηκε σε άνευ σημασίας θέσεις στο Άαχεν και το Πότσνταμ.
Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1839, ανέλαβε τη διοίκηση των οικογενειακών κτημάτων στην Πομερανία. Περίπου οκτώ χρόνια αργότερα επέστρεψε στοSchönhausen, όπου αναμείχθηκε στην πολιτική. Το 1847, παντρεύτηκε τη Johanna von Puttkamer. Απέκτησαν μία κόρη (Marie) και δύο γιούς (Herbert και Wilhelm).
Αρχή της πολιτικής καριέρας
Το 1847, ο Μπίσμαρκ εκλέχτηκε αντιπρόσωπος στο νέο πρωσικό νομοθετικό σώμα. Εκεί απέκτησε φήμη βασιλόφρονα και αντιδραστικού πολιτικού, αφού υπερασπιζόταν απροκάλυπτα το θείο δικαίωμα του ηγεμόνα να κυβερνά.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, βρέθηκε σε δυσμενή θέση. Αν και αρχικά σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει ένοπλες δυνάμεις για να καταστείλει την εξέγερση, αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει στις απαιτήσεις των φιλελεύθερων επαναστατών. Υποσχέθηκε σύνταγμα, συμφώνησε ότι η Πρωσία θα έπρεπε να ενωθεί με άλλα γερμανικά έθνη και διόρισε Πρωθυπουργό έναν φιλελεύθερο, τον Ludolf Camphausen. Αλλά η φιλελεύθερη νίκη κράτησε μόνο έναν χρόνο και παρότι ο βασιλιάς παρουσίασε τελικά ένα σύνταγμα, με τα κριτήρια των επαναστατών ήταν πολύ συντηρητικό.
Το 1849, ο Μπίσμαρκ εκλέχτηκε στο Landtag, την κάτω βουλή του νέου πρωσικού νομοθετικού σώματος. Σε αυτή την περίοδο της σταδιοδρομίας του, ο Μπίσμαρκ εναντιωνόταν στην ενοποίηση της Γερμανίας, γιατί κατά τη γνώμη του, εάν πραγματοποιούνταν η Πρωσία θα έχανε την ανεξαρτησία της. Αποδέχτηκε το διορισμό του ως αντιπροσώπου της Πρωσίας στο Κοινοβούλιο της Ερφούρτης (όπου αντιπρόσωποι των γερμανικών εθνών συναντιόνταν για να συζητήσουν την ενοποίησή τους), αλλά μόνο για να μπλοκάρει τις ενωτικές τους προσπάθειες.
Το 1851, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος διόρισε τον Μπίσμαρκ αντιπρόσωπο της Πρωσίας στη Γερμανική Συνομοσπονδία της Φρανκφούρτης. Κατά την οκταετή του παραμονή άλλαξε πολιτικές απόψεις σε πολλά σημεία. Ο Μπίσμαρκ έγινε λιγότερο αντιδραστικός και περισσότερο διαλλακτικός. Πείστηκε ότι η Πρωσία έπρεπε να συμμαχήσει με άλλα γερμανικά κράτη, προκειμένου να περιορίσει την επιρροή της Αυστρίας. Έτσι, άρχισε σταδιακά να αποδέχεται την ιδέα ενός ενωμένου γερμανικού έθνους.
Το 1858, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄, ανέβαλε ως αντιβασιλιάς ο αδελφός του Γουλιέλμος. Σύντομα έκανε τον Μπίσμαρκ πρεσβευτή στη Ρωσία, αυτό αποτελούσε σημαντική προαγωγή καθώς η Ρωσία ήταν ένας από τους δυο ισχυρούς γείτονες της Πρωσίας (ο άλλος ήταν η Αυστρία).Ο Μπίσμαρκ έμεινε τέσσερα χρόνια στην Πετρούπολη, όπου έγινε φίλος με τον μελλοντικό του αντίπαλο τον Πρίγκιπα Γκορτσάκοφ.
Τον Ιούνιο του 1862 στάλθηκε στη Γαλλία ως πρεσβευτής. Παρά τη μακρά του παραμονή στο εξωτερικό, ο Μπίσμαρκ δεν έχασε την επαφή του με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ο φίλος του Ροον τον κρατούσε πάντα ενήμερο και σύντομα σχημάτισαν μια σταθερή πολιτική συμμαχία.
Πρωθυπουργός της Πρωσίας
Όταν το 1861 πέθανε ο Γουλιέλμος Φρειδερίκος Δ΄, ο αντιβασιλιάς έγινε βασιλιάς με το όνομα Γουλιέλμος Α΄. Ο νέος μονάρχης ήταν συχνά σε σύγκρουση με τη φιλελεύθερη Πρωσική Δίαιτα. Το 1862 ανέκυψε μία σοβαρή κρίση, όταν η δίαιτα αρνήθηκε να εγκρίνει τα έξοδα για την προτεινόμενη αναδιοργάνωση του στρατού. Ο Γουλιέλμος πίστευε ότι ο Μπίσμαρκ ήταν ο μόνος που μπορούσε να χειριστεί την κρίση, αλλά φοβόταν να διορίσει έναν πολιτικό που ήθελε να ελέγχει πλήρως τις εξωτερικές υποθέσεις. Όταν πείστηκε πλέον ότι ήταν αδύνατο να πετύχει την έγκριση των εξόδων, ανακάλεσε τον Μπίσμαρκ στην Πρωσσία ακολουθώντας τη συμβουλή του Ρόον. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1862, ο Μπίσμαρκ έγινε πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών.
Ο Μπίσμαρκ ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με το νομοθετικό σώμα: εφόσον οι νομοθέτες αρνούνταν να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό, ο Μπίσμαρκ αποφάσισε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τον προϋπολογισμό του 1861. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η Πρωσία συνέλεγε φόρους με βάση τον προϋπολογισμό του 1861.
Η κρίση κλιμακώθηκε το 1863, όταν η Βουλή πέρασε ένα ψήφισμα με το οποίο ζητούσε από το βασιλιά να απομακρύνει τον Μπίσμαρκ. Αντ' αυτού, ο Γουλιέλμος διέλυσε τη Δίαιτα. Εν συνεχεία, ο Μπίσμαρκ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο περιοριζόταν η ελευθερία του τύπου. Παρά, όμως, τις προσπάθειες του να κρατήσει τους πολιτικούς του αντίπαλους στο περιθώριο, ο Μπίσμαρκ παρέμεινε ελάχιστα δημοφιλής. Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1863, οι υποστηρικτές του Μπίσμαρκ είχαν φτωχά αποτελέσματα, ενώ η Φιλελεύθερη Συμμαχία πήρε τα δύο τρίτα των εδρών. Το κοινοβούλιο εξακολούθησε να δείχνει δυσπιστία προς τον Μπίσμαρκ, όμως ο βασιλιάς τον διατήρησε στη θέση του επειδή φοβόταν τους φιλελεύθερους.
Πηγή: Wikipedia