Καθοριστικό σημείο για τη ζωή της στάθηκε ο γάμος της με τον πέμπτο ξάδερφο του πατέρα της και μετέπειτα πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούζβελτ. Από την ημέρα του γάμου της η Έλινορ στάθηκε δίπλα του βοηθώντας τον στις πολιτικές του επιδιώξεις. Το 1921 ο Φραγκλίνος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και έτσι η Έλινορ άρχισε να εργάζεται και να τον εκπροσωπεί εξ ονόματός του. Τον Μάρτιο του 1933 μετά την νίκη του Φραγκλίνου στις προεδρικές εκλογές έγινε η πρώτη κυρία των ΗΠΑ. Από την θέση αυτή ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση διεκδικώντας τα δικαιώματα των γυναικών και προωθώντας τα πολιτικά συμφέροντα του Λευκού Οίκου.
Μετά τον θάνατο του άντρα της, το 1945, αποσύρθηκε στο οικογενειακό κτήμα στο Hyde Park της Νέας Υόρκης. Το 1945 διορίστηκε από τον Χάρρυ Τρούμαν, πρόεδρο των ΗΠΑ, ως εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ο.Η.Ε. και συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη της διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία και ψηφίστηκε το 1948. Μάλιστα το 1946 είχε εκλεγεί πρόεδρος της επιτροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Το 1952 παραιτήθηκε από τη θέση της για να επανέλθει το 1961. Τον ίδιο χρόνο ο πρόεδρος Κέννεντυ διόρισε την Έλινορ πρόεδρο στην επιτροπή για την θέση των γυναικών. Ο πρόεδρος Τρούμαν αποκάλεσε αυτή ως πρώτη κυρία του κόσμου για τους αγώνες τις στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Απεβίωσε στις 7 Νοεμβρίου του 1962 στο διαμέρισμά της στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης. Ήταν παντρεμένη με τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ και απέκτησε μαζί του έξι παιδιά: τον Τζέιμς Ρούζβελτ, τον Έλιοτ Ρούζβελτ, τον Τζον Ρούζβελτ, τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ τζούνιορ, την Άννα Έλινορ Ρούζβελτ και τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, που πέθανε σχεδόν αμέσως μετά την γέννησή του.
Από το Wikipedia