Το 1999 ψηφίστηκε σε δημοσκόπηση του BBC ως η σημαντικότερη γυναίκα της τελευταίας χιλιετηρίδας ανάμεσα σε άλλες γυναικείες προσωπικότητες όπως η βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, η Μαρία Κιουρί και η Μητέρα Τερέζα.
Ήταν μέλος της πολιτικά ισχυρής δυναστείας Νεχρού και μεγάλωσε σε εξαιρετικά πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα. Παρά το επίθετό της, δεν ήταν συγγενής του Μαχάτμα Γκάντι. Ο παππούς της, Μοτιλαλ Νεχρού, ήταν εξέχων Ινδός εθνικόφρων ηγέτης. Ο πατέρας της, Τζαγουαχαρλαλ Νεχρού, ήταν καθοριστική φυσιογνωμία για το κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας και ο πρώτος πρωθυπουργός της αυτόνομης Ινδίας. Επιστρέφοντας από την Οξφόρδη το 1941, προσχώρησε στο κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας.
Τη δεκαετία του '50, υπηρέτησε ανεπίσημα τον πατέρα της ως ιδιαιτέρα γραμματέας του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρώτου πρωθυπουργού της Ινδίας. Μετά το θάνατο του πατέρα της το 1964, διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Ινδίας ως μέλος του Ρατζγια Σαμπχα (Rajya Sabha), ανώτερου νομοθετικού συμβουλίου της Ινδικής Βουλής, και έγινε μέλος της κυβερνητικής ομάδας του πρωθυπουργού Λαλ Μπαχαντουρ Σαστρι ως υπουργός πληροφοριών και τύπου.
Ο τότε πρόεδρος του κόμματος του Κογκρέσου Κ. Καμαρατζ ήταν καθοριστικός για την άνοδο της Ίντιρα Γκάντι στην πρωθυπουργία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Σαστρι. Η Γκάντι σύντομα επέδειξε ικανότητα να κερδίζει τις εκλογές και να χειρίζεται επιτυχώς τους αντιπάλους της με τη βοήθεια του λαϊκισμού. Εισήγαγε πιο αριστερές οικονομικές πολιτικές και προώθησε την αγροτική παραγωγικότητα. Μετά από μια αποφασιστική νίκη στον πόλεμο με το Πακιστάν το 1971 ακολούθησε περίοδος αστάθειας που την οδήγησε να κηρύξει κατάσταση επείγουσας ανάγκης το 1975. Εξαιτίας των υπερβάσεων εξουσίας της περιόδου εκείνης παρέμεινε τρία χρόνια στην αντιπολίτευση. Η Ιντίρα Γκάντι επέστρεψε στην εξουσία το 1980 και η αυξανόμενη εμπλοκή της στην κλιμακούμενη διαμάχη με αυτονομιστές του Παντζάμπ οδήγησε τελικά στη δολοφονία της από σωματοφύλακές της το 1984.
Από το Wikipedia