ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας: - Εμμανουήλ Ροΐδης

Tweet
Share
Tweet
Share

α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού.
β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.
γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορισμένους να γεμίζωσι την χύτραν διά του ιδρώτος των»

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς από την Χίο, τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα τη Γένοβα, και αργότερα λόγω της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο Μέλισσα.

Το 1855, αφού αποφοίτησε, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά από ένα χρόνο και εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862, επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση του με τα γράμματα.

Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη). Ο Ροΐδης τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το1870 έγινε και διευθυντής των εφημερίδων La Grèce (Η Ελλάδα) καί L'Independence Hellenique (Ελληνική Ανεξαρτησία).

Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.

Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο  Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο.  Kαυτηρίαζε ακόμη τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.

Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος και διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες, αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά.

Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.

Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Έργο

Η Πάπισσα Ιωάννα

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ήλθε σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.

Η υπόθεση του έργου είναι ένας θρύλος του 9ου αι. αρκετά διαδεδομένος στην Ευρώπη, για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, οπότε και πέθανε. Ο Ροΐδης είχε ακούσει για πρώτη φορά την ιστορία στη Γένοβα, όταν ήταν παιδί, και επειδή του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, έκανε εκτεταμένη έρευνα σε βιβλιοθήκες στην Αθήνα και στη Γερμανία και συγκέντρωσε πλούσιο υλικό για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτή τη διάσταση του μυθιστορήματος, γι' αυτό και το εξέδωσε με τον υπότιτλο «Μεσαιωνική Μελέτη». Kαι πράγματι το έργο είναι πιστότατο στην απεικόνιση της εποχής του (οι πόλεις, τα ταξίδια, τα μοναστήρια, οι συνήθειες, αποδίδονται με εξαιρετική ακρίβεια.

Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη. Γι' αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες. Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι  λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου».

Διηγήματα

Τα διηγήματα του Ροΐδη διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου.

Το ύφος του συγγραφέα

Ο Ροΐδης είναι ο κατ' εξοχήν στυλίστας συγγραφέας και θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη.

Η λογοτεχνική κριτική

Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς. Διέβλεψε την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία, ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περιοδικού Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό, δηλαδή τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία. 

Η διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο

Το 1877 ο Ροΐδης ήταν εισηγητής της κριτικής επιτροπής στον δραματικό διαγωνισμό του συλλόγου «Παρνασσός». Στην ομιλία του απέρριψε την ποιητική αξία όχι μόνο των υποβληθέντων στον διαγωνισμό έργων αλλά και εν γένει της ελληνικής ποιητικής παραγωγής της εποχής. Τη χαμηλή ποιότητα της ποίησης την απέδιδε στην απουσία κατάλληλης «περιρρέουσας ατμόσφαιρας». Οι απόψεις του απηχούν τη διδασκαλία του Taine, σύμφωνα με τον οποίον η τέχνη, ως κοινωνική εκδήλωση, εξαρτάται απόλυτα από το περιβάλλον και τις συνθήκες στις οποίες γεννάται. Δεδομένης λοιπόν της κατάστασης στην Ελλάδα ο Ροΐδης θεωρούσε λογική την χαμηλή ποιότητα της ποιητικής παραγωγής.

Ένα μήνα μετά απάντησε στην ομιλία του Ροΐδη ο Άγγελος Βλάχος με την ομιλία «Περί νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως και ιδίως περί Γεωργίου Ζαλοκώστα», στην οποία αντέκρουσε τις απόψεις περί της δημιουργίας του ποιητή υπό την επίδραση του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι οι ποιητές με ταλέντο γεννιούνται και ότι το έργο είναι αποτέλεσμα ποιητικής ευφυίας και όχι επίδρασης της κοινωνίας. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν το παράδειγμά του για την αξία της ποιητικής παραγωγής της εποχής.

Ο Ροΐδης απάντησε με άλλες δύο μελέτες «Περί συγχρόνου Ελληνικής κριτικής» και «Περί συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως», στις οποίες επαίνεσε το έργο των «Προδρόμων» (Ιωάννης ΒηλαράςΑθανάσιος Χριστόπουλος), την Επτανησιακή Σχολή και από σύγχρονους ποιητές μόνο τον Βαλαωρίτη και τον Αχ. Παράσχο. Ο Άγγελος Βλάχος ανταπάντησε με το έργο «Ο Νέος Κριτικός» και ο Ροΐδης με το έργο «Τα Κείμενα» και έτσι έληξε η διαμάχη.

Οι γλωσσικές μελέτες

Ο Ροΐδης, παρ' όλο που ο ίδιος έγραψε σε καθαρεύουσα, υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Οι κυριότερες μελέτες του στις οποίες αναφέρεται σε γλωσσικά θέματα είναι: Ο Πρόλογος στη μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου, Ο Πρόλογος στα «Πάρεργα», η μελέτη για το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη και, η σημαντικότερη και εκτενέστερη, τα «Είδωλα» (1893).

Το πρόβλημα της «διγλωσσίας» το θεωρούσε εθνική συμφορά και επέρριπτε στους λογίους την ευθύνη για αυτό. Τη δημοτική γλώσσα τη θεωρούσε ισάξια της καθαρεύουσας σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και πρότεινε για τη λογοτεχνική γλώσσα την σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας και τον εμπλουτισμό της δημοτικής ώστε τελικά να «συναντηθούν» σε μια γλώσσα.

Σχετικά με το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, έγραψε ότι ήταν θετικό το γεγονός ότι η ενασχόληση με τη γλώσσα πέρασε από τα χέρια των λογίων στα χέρια των επιστημόνων, επαίνεσε το έργο για την πιστή εφαρμογή των επιστημονικών πορισμάτων του συγγραφέα του, τόνισε την ανάγκη να υπάρχει συμφωνία μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, αλλά απέρριψε και τις ακρότητες του συγγραφέα σημειώνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί η μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας και οι τύποι που αποτυπώνουν αυτήν την επίδραση, δηλαδή οι προσμίξεις της δημοτικής με την καθαρεύουσα δεν ήταν δυνατό -ούτε αναγκαίο- να αποφευχθούν πλήρως.

πηγή: wikipedia

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman