Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο Κέσβιλ αμ Μπόντενζεε (Kesswil am Bodensee), κοντά στη λίμνη Κόνσταντς του καντονίου Τουργκάου (Thurgau) της Ελβετίας. Καταγόταν από σχετικά φτωχή και δίχως ιδιαίτερη μόρφωση οικογένεια, αλλά για τον ίδιο φρόντισαν το καλύτερο. Γιος ιερέα, βίωσε αρκετές ταραχές, εσωτερικές και εξωτερικές, κατά την παιδική του ηλικία, με αποτέλεσμα κατά την ηλικία των 12 ετών περίπου να υποφέρει από νεύρωση και κρίσεις λιποθυμίας. Ξεπερνώντας το πρόβλημα με δικές του προσπάθειες συνειδητοποίησε για πρώτη φορά όπως εξομολογείται ο ίδιος στο Αναμνήσεις, Όνειρα, Σκέψεις το τι σημαίνει νεύρωση. Αν και τελικά τούτη η εμπειρία υπήρξε καθοριστική για τις αναζητήσεις του στο χώρο της Ιατρικής δεν του έλειψε η επαφή με τις κλασικές σπουδές εξαιτίας του πατέρα του. Από τα χρόνια του δημοτικού άρχισε μαθήματα λατινικών και πολύ γρήγορα επέδειξε ιδιαίτερη έφεση στην εκμάθηση γλωσσών, φτάνοντας να γίνει γνώστης πολλών σύγχρονων ευρωπαϊκών όσο και αρχαίων, συμπεριλαμβανομένης και της σανσκριτικής. Ήταν μοναχικό και εσωστρεφές παιδί, κάτι που τα χρόνια της εφηβείας του επιτάθηκε, σε βαθμό να μη δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο και να μη θέλει να πηγαίνει, προσποιούμενος πολύ συχνά τον άρρωστο. Τελικά τελείωσε το Ανθρωπιστικό Γυμνάσιο της Βασιλείας κάτω από μεγάλη πίεση.
Αν και αρχικά σκεφτόταν να γίνει αρχαιολόγος, σε ηλικία 20 ετών άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας κάτω από εξαιρετικά αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Περιθωριακή φυσιογνωμία από πεποίθηση στα φοιτητικά του χρόνια, διέθετε εντούτοις σημαντική διανοητική δύναμη που τον έκανε πόλο έλξης της φοιτητικής αδελφότητας της Ζοφίνγκια, στην οποία από νωρίς άρχισε να δίνει διαλέξεις για θεολογικά και ψυχολογικά θέματα. Σε αυτή την εποχή συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον Άλμπερτ Έρι.
Στην περίοδο 1895-1899 ο Γιουνγκ έκανε πειράματα πνευματισμού με την εξαδέλφη του Έλεν Πράσβερκ - διόλου ασυνήθιστο για την εποχή του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του καθηγητή Όιγκεν Μπλέλερ έκανε τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο Ψυχολογία και Παθολογία των Αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων (1902). Επηρεασμένος από τον διάσημο νευρολόγο Κραφτ-Έμπινγκ επέλεξε ως ειδικότητα την Ψυχιατρική.
Το Ιούλιο του 1900 και έχοντας αποφασίσει να γίνει ψυχίατρος, ξεκίνησε ως βοηθός γιατρού με την εποπτεία του Όιγκεν Μπλέλερ, καθηγητή της Ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και διευθυντή του Νοσοκομείου Ψυχικών Νοσημάτων του Μπουργκχόλτσλι. Κλειδώθηκε από μόνος του για μισό χρόνο περίπου πίσω από τους τοίχους του ασύλου ψυχασθενών, προκειμένου να "συνηθίσει την ατμόσφαιρα". Τον απορρόφησε ιδιαίτερα η έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και του λόγου και εξερεύνησε τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες των ασθενών. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών αργότερα του έδωσαν το έναυσμα για την διαμόρφωση της μεθόδου λεκτικού συνειρμού, σύμφωνα με την οποία μετρούσε με τη βοήθεια γαλβανόμετρου. Καθώς η μέθοδος λεκτικού συνειρμού χρησιμοποιήθηκε για τον νομικό καθορισμό γεγονότων, το πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης του απένειμε το 1909 τιμητικό διδακτορικό Νομικής.
Παρόλο που το ενδιαφέρον του για τα παραψυχολογικά φαινόμενα - όπως αποκαλούνται σήμερα - έμεινε αμείωτο ως το τέλος της ζωής του, στη συγκεκριμένη περίοδο η προσοχή του μετατοπίστηκε στα συγχρονιστικά φαινόμενα. Αποτέλεσμα της έρευνάς του υπήρξε το Συγχρονικότητα: Μια μη αιτιατή συνεκτική αρχή, (1952), που εκδόθηκε μαζί με ένα δοκίμιο του Βόλφγκανγκ Πάουλι (Wolfgang Pauli), μια θεωρία που εφάρμοσε για την ερμηνεία των αποκαλούμενων μαντικών μεθόδων. Στην ίδια περίοδο συνδέθηκε με τον σινολόγο Ρίχαρντ Βίλχελμ (Richard Wilhelm), με τον οποίο συζητούσε τους πειραματισμούς του πάνω στο Ι Τσινγκ.
Σίγκμουντ Φρόυντ
Η αποφασιστικότερη πιθανώς εμπειρία στη ζωή του Γιουνγκ υπήρξε η επαφή του με τον Σίγκμουντ Φρόυντ και κυρίως η επαφή του με την ψυχολογία της υστερίας και τα όνειρα. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο φαίνεται πως ήταν το έργο του Φρόυντ πάνω στην Ερμηνεία των Ονείρων, το οποίο θεωρούσε την πληρέστερη προσπάθεια που έγινε για να κατακτηθεί το αίνιγμα της ασυνείδητης ψυχής πάνω στο φαινομενικά στέρεο έδαφος του εμπειρισμού. Η καρποφόρα φιλία τους δεν κράτησε πολύ. Αν και στενός φίλος και συνεργάτης του Φρόυντ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ διαφώνησε μαζί του (1913) και αποχώρησε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρία που είχαν ιδρύσει μαζί. Συγκεκριμένα, η δημοσίευση του έργου του Γιουνγκ Μεταμορφώσεις και Σύμβολα της Λίμπιντο οδήγησε στην οριστική ρήξη της σχέσης τους, μια ρήξη η οποία είχε ξεκινήσει από τις προσωπικές τους διαφωνίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας και ερμηνείας των ονείρων αλλά και πάνω σε διαφορές τους ως προς το θέμα της θρησκείας.
"Η εποχή μας έχει ανάγκη από αγίους", συνήθιζε να λέει ο Καρλ Γιουγκ, πιστός στις ιδεαλιστικές θεωρίες που τον έφεραν πολύ μακρύτερα από τον Φρόυντ. Ο Γιουνγκ πίστευε βαθιά πως αν δεν έχει κανείς με τι να αντικαταστήσει το θρησκευτικό ένστικτο θα πρέπει να το αφήνει άθικτο, καθώς αποτελεί θεμέλιο του ατομικού κόσμου. Η κατάρρευση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακολουθείται συχνά από κατάρρευση της προσωπικότητας, κάτι που ο Γιουνγκ παρατηρούσε συχνά στους ασθενείς του. Επίσης, θεωρούσε παραφορτωμένη τη θεωρία του Φρόυντ για τη σεξουαλικότητα, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα σε μια αχρονολόγητη και αδημοσίευτη σημείωσή του για τον Άλφρεντ Άντλερ, που είχε επίσης διατελέσει μέλος του κύκλου του Φρόυντ αλλά ίδρυσε εντέλει τη δική του σχολή ατομικής ψυχολογίας. Σε αυτή τη σημείωση φαίνεται να εκτιμά τον Άντλερ, για το γεγονός ότι έφερε στην επιφάνεια το θεμελιακό γεγονός της ανάγκης του ατόμου για σπουδαιότητα, η οποία ερμηνεύει σημαντικές όψεις της νεύρωσης, μη ερμηνεύσιμες από την σεξουαλικότητα.
Αντίθετα από τον Φρόυντ, ο οποίος μετά τη ρήξη απέφευγε να αναφέρει το όνομά του, ο Γιουνγκ δεν θέλησε να χαράξει μια απόλυτα διαχωριστική γραμμή στους καρπούς της σχέσης τους και έτσι τα έργα και οι επιστολές του είναι γεμάτες αναφορές στο έργο του διδασκάλου του.
πηγή: wikipedia