Η φιλοσοφία του πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ηθική ελευθεριότητα, και σκοπεί στην απεξάρτηση του ατόμου από κάθε κατεστημένη νομική, ηθική ή θρησκευτική αρχή με τελικό στόχο την επίτευξη της απόλυτης ατομικής ικανοποίησης, που θεωρεί ως την ανώτατη αξία.
Τα έργα του περιέχουν ακραίες μορφές ερωτικών πρακτικών και συχνά οι περιγραφές του κινούνται μέσα στα όρια της πορνογραφίας. Εξ αιτίας της προκλητικής γραφής του και των ιδεών του πέρασε είκοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά. Η δική του άποψη για το έργο του συμπυκνώνεται στην παρακάτω ρήση του:
«Ο τρόπος σκέψης μου είναι το αποτέλεσμα των στοχασμών μου. Είναι κομμάτι της εσώτερης ύπαρξής μου, του τρόπου που είμαι φτιαγμένος. Για το σύστημά μου, το οποίο αποδοκιμάζετε, είναι επίσης η μέγιστη παρηγοριά στη ζωή μου, η πηγή της ευτυχίας μου. Σημαίνει περισσότερα για μένα απ' ό,τι η ίδια μου η ζωή.»
Ο Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στην αριστοκρατική κατοικία Οτέλ ντε Κοντέ στις 2 Ιουνίου 1740 και ήταν γιος του Ζαν-Μπατίστ Φρανσουά Ζοζέφ, κόμη του Σαντ, μαρκησίου του Μαζάν, και της Μαρί-Ελεονόρ ντε Μαιγέ ντε Καρμάν. Η μητέρα του, θυγατέρα του Ντονατιέν ντε Μαιγιέ, μαρκησίου του Καρμάν, διετέλεσε κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας του Κοντέ. Ο πατέρας του ως διπλωμάτης βρισκόταν στην υπηρεσία του Πρίγκιπα–Εκλέκτορα της Κολωνίας.
Από το 1745, έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής μαζί με συγγενείς του στην Προβηγκία και την Αβινιόν, την επιμέλειά του ανέλαβε ο αββάς θείος του Ζακ-Φρανσουά ντε Σαντ, λόγιος και σχολιαστής του Πετράρχη, ο οποίος αργότερα προκάλεσε σκάνδαλο με τη σύλληψή του σε οίκο ανοχής. Αυτός ανέθεσε την ανατροφή του σε μια οικογενειακή φίλη, τη Μαντάμε ντε Σεν Ζερμέν και την εκπαίδευσή του στον αββά Αμπλέ. Το 1750 εισήλθε στοιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και αποτέλεσαν έκτοτε αγαπημένες του ενασχολήσεις. Οι σωφρονιστικές τακτικές του παιδαγωγικού συστήματος των Ιησουιτών θεωρείται πιθανόν να αποτέλεσαν αίτιο της εκδήλωσης των ομοερωτικών και σαδιστικών τάσεων του ντε Σαντ.
Το 1754, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή Εκό ντε Σεβό-Λεζέρ, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά γόνοι ευγενών. Εκεί έλαβε την αρχική στρατιωτική του εκπαίδευση και την επόμενη χρονιά ονομάστηκε δεύτερος υπολοχαγός στο σύνταγμα του βασιλικού πεζικού. Από το 1757 συμμετείχε στον Επταετή Πόλεμο με το βαθμό του σημαιοφόρου με το σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα υπό τον Κόμη της Προβηγκίας, μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΗ', αδερφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και στις 21 Απριλίου 1759 προήχθη σε λοχαγό του Ιππικού της Βουργουνδίας.
Γάμος και πρώτα σκάνδαλα
Αποστρατεύτηκε το 1763, ταυτόχρονα με το τέλος του πολέμου, και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κάστρο Σατό ντε Λακόστ. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεσποινίδα Λωρ ντε Λωρί-Καστελάν. Η άρνησή της όμως για ένα γάμο μαζί του[6] τον οδήγησε να παντρευτεί τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρόι, κόρη ενός πλούσιου κατώτερου δικαστικού με ισχυρές προσβάσεις στη βασιλική αυλή.
Τον Οκτώβριο του 1763, τέσσερις μήνες μετά το γάμο του, παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά για πρώτη φορά στη ζωή του και κρατήθηκε για δεκαπέντε ημέρες στις φυλακές του βασιλικού κάστρου Βανσέν έπειτα από την καταγγελία μίας πόρνης για βλασφημία. Με τη μεσολάβηση του πατέρα του αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο και του επιβλήθηκε υποχρεωτική παραμονή στο οικογενειακό κάστρο του Εσοφούρ υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ηθών.
Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του κληροδοτώντας του τον τίτλο του κόμη καθώς και τους πύργους Λακόστ, Μαζάν και Σομάν, αλλά και μεγάλα ποσά χρεών για εξόφληση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζεύγους ντε Σαντ, ο Λουί-Μαρί.
Την Κυριακή του Πάσχα του 1768 συνέβη το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλο του ντε Σαντ, γνωστό ως Σκάνδαλο της Αρκέι, από το όνομα του προαστίου των Παρισίων, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι οίκοι ανοχής, με μία πόρνη ονόματι Ροζ Κελέρ. Η Κελέρ τον κατήγγειλε στις αρχές για βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά, και παρά την απόσυρση των καταγγελιών της έπειτα από μια γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων, λόγω της έκτασης του σκανδάλου, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φυλακίσει το Μαρκήσιο μελετρ ντε κασέ (βασιλική διαταγή) αποσιωπώντας έτσι τη συνηθισμένη διαδικασία δίωξης. Παρέμεινε έγκλειστος έως τις 16 Νοεμβρίου οπότε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Λακόστ. Το 1771 τον ακολούθησε εκεί και η οικογένειά του μαζί με την αδερφή της γυναίκας του Αν-Προσπέρ, που σύντομα έγινε ερωμένη του.
Μετά από ένα επεισόδιο στη Μασσαλία το 1772, που είχε να κάνει με δηλητηρίαση πορνών με το υποτιθέμενο αφροδισιακόισπανική μύγα και σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Λατούρ, καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία παίρνοντας μαζί τους και την Αν-Προσπέρ, γεγονός που εξόργισε την πεθερά του, Μαντάμ ντε Μοντρόι, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει βασιλική εντολή για τη σύλληψη του γαμπρού της.