Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αφιερώθηκε στην κατάκτηση των αιθέρων της πολιτικής αεροπορίας, της οποίας είναι ιστορικά απ' τους μεγάλους προδρόμους , ήταν ηγετικός παράγων της δημιουργίας της πρώτης διεθνούς γαλλικής εμπορικής εταιρείας από την οποία ξεπήδησε η Air France, ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων της Air France και πολέμησε στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πτώση της Γαλλίας, όπου και παρασημοφορήθηκε για να σκοτωθεί τελικά το 1944. Η Γαλλία και οι γαλλόφωνες χώρες τιμούν με το όνομά του σωρεία δρόμων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το διεθνές αεροδρόμιο της Λυών ονομάζεται Σαιντ-Εξυπερύ.
Τα βιβλία του και η ζωή του έχουν γίνει θέματα περίπου 10 ταινιών, αν και μερικές από αυτές έχουν χαθεί από τις προπολεμικές ταινιοθήκες.
Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1900 στη Λυών, ανάμεσα σε τέσσερα άλλα αδέλφια στο ευτυχισμένο περιβάλλον μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας μίας καταγωγής η οποία χανόταν κάπου στον 5ο μ.Χ. αιώνα. Ο Εξυπερύ γεννήθηκε την ίδια εποχή που γεννιόταν και το αεροπλάνο, τότε που τα κατορθώματα του Μπλεριό έκαναν τον κόσμο να θαυμάζει, καθώς διέσχιζε τη Μάγχη με ένα αεροπλάνο που έμοιαζε περισσότερο με φτερωτό ποδήλατο. Ο μικρός Αντουάν έφτιαξε ο ίδιος φτερά από χαρτόνι και τα κόλλησε στο ποδήλατό του, στριφογυρίζοντας αδιάκοπα στον κήπο του και μιμούμενος το βούισμα εκείνου του θαύματος των αιθέρων. Η σημαδιακή στιγμή για εκείνον ήρθε στα 12 χρόνια του, όταν κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών παρακολουθούσε μία μικρή ομάδα μηχανικών να συναρμολογούν ένα αεροπλάνο μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Όταν το αεροπλάνο ολοκληρώθηκε, οι μηχανικοί τον προσκάλεσαν να πετάξει μαζί τους. Ο ενθουσιασμός από την αίσθηση της πτήσης ήταν φυσικό να αιχμαλωτίσουν για πάντα τη φαντασία του μικρού Αντουάν. Το 1918 τελειώνοντας το γυμνάσιο αρραβωνιάστηκε μία οικογενειακή τους φίλη, την Λουίζ Βιλλερμπάν (Louise Villerban), παρακολουθώντας ταυτόχρονα με ενθουσιασμό τα νέα από τις μεγάλες πτήσεις Γάλλων αεροπόρων και ειδικά του Ντιντιέ Ντορά, ο οποίος κάλυψε πρώτος την διαδρομή Τουλούζη - Ραμπάτ (Γαλλία - Μαρόκο). Το 1921 ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία του στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η οικογένειά του τον συμβούλευσε να επιλέξει το ναυτικό, που θεωρείτο πιο αριστοκρατικό σώμα, αλλά μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις δεν αναρωτήθηκε καθόλου ποια θα ήταν η επόμενη επιλογή του, οπότε υπέβαλε την αίτησή του στην αεροπορία, όπου και έγινε δεκτός με την ειδικότητα του μηχανικού, ενώ παράλληλα έπαιρνε και μαθήματα πιλότου με ιδιωτικό εκπαιδευτή. Η ανυπομονησία του ήταν τόσο μεγάλη που πολλές φορές τον οδηγούσε σε σφάλματα, τα οποία κατέληγαν σε μικροατυχήματα. Παρά τις δυσκολίες θα καταφέρει να πάρει το πτυχίο του και στη συνέχεια θα εκπαιδευτεί και στα στρατιωτικά αεροσκάφη, έως ότου στις 10 Οκτωβρίου του 1922, με τον βαθμό του ανθυποσμηναγού είχε πλέον αποκτήσει και το πτυχίο του πιλότου μαχητικών. Όταν πια το όνειρο μίας ζωής φαινόταν να έχει πραγματοποιηθεί, η κακοτυχία χτύπησε τον 22χρονο Εξυπερύ σε κάθε τομέα της ζωής του. Στην βάση Λε Μπουρζέτων Παρισίων παθαίνει το πρώτο σοβαρό ατύχημα της ζωής του. Η κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη ήταν τόσο σοβαρή, ώστε από θαύμα απέφυγε τον θάνατο. Η επιμονή του να συνεχίσει στην αεροπορία προκάλεσε την παρέμβαση του πεθερού του, ο οποίος τον ανάγκασε να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει εμπορικός υπάλληλος το 1923. Ο Εξυπερύ μετά από μια περίοδο αφόρητης ανίας και απογοητεύσεων, ενώ εν τω μεταξύ τον εγκατέλειψε και η αρραβωνιαστικιά του, θα πιάσει για πρώτη φορά την πένα βρίσκοντας εκεί μια υπέροχη διέξοδο με το να περιγράφει στο χαρτί στιγμές που χάνονταν «...στον υπέροχο ήρεμο ουρανό σε ύψος 4000μ...», όπως έγραφε στην μητέρα του. Τα κείμενα αυτά οδήγησαν το 1926 στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του «Ο Αεροπόρος» και στην απόφαση να αναζητήσει για πάντα την καριέρα του στην πολιτική αεροπορία.
Το Ταχυδρομείο του Νότου
Αναζήτησε εργασία σε μια πρωτοποριακή εμπορική γαλλική εταιρεία την «Λατεκέρ» (Latecoere) που εκτελούσε ταχυδρομικές πτήσεις μεταξύ Τουλούζης και Β. Αφρικής και προϊστάμενός του ήταν ο ίδιος ο Ντιντιέ Ντορά. Μέσα στα αεροπορικά υπόστεγα που συχνά έπαιρνε μέρος στη συντήρηση των αεροπλάνων έβρισκε την ώρα να γράφει αποτυπώνοντας στο χαρτί την ανθρώπινη αναμέτρηση με την πρόσκληση του κινδύνου και την απόφαση του ανθρώπου να ξεπερνάει τα όριά του. Οι τότε φυσικά συνθήκες της αεροπλοΐας ήταν κάτι περισσότερο από μια περιπέτεια στο άγνωστο: πιλότοι χάνονταν από απλές βλάβες των εμβρυακών ακόμα τότε αεροπλάνων, άλλοι έπεφταν θύματα των άγριων νομαδικών φυλών ενώ ο κακός καιρός αρκούσε για να προκαλέσει την οριστική απώλεια αεροπλάνου και πιλότου. Αλλά, όπως έγραφε: «...το ταχυδρομείο έπρεπε πάντα να περάσει...».
Εκεί θα γνωρίσει ως συναδέλφους τους μετέπειτα πρωτοπόρους των πρώτων διηπειρωτικών πτήσεων Ζαν Μερμόζ και ο Ζωρζ Γκυγιωμέ, με τους οποίους θα γίνονταν αχώριστοι φίλοι. Εκείνες ήταν οι καλύτερες στιγμές της ζωής του. Η αγάπη, η αδελφοσύνη και ο κοινός αγώνας για την ολοκλήρωση του έργου δημιουργούσαν συγκινητικές στιγμές που θα αποτύπωνε για πάντα στα μετέπειτα έργα του. Ο Εξυπερύ απαθανάτισε εκείνες τις μοναδικές στιγμές στο επόμενο βιβλίο του, το «Ταχυδρομείο του Νότου». Οι στιγμές που περιγράφει είναι γεμάτες από τα συναισθήματα που δημιουργούνται μέσα στο πιλοτήριο κατά την διάρκεια εκείνων των μακρινών και επικίνδυνων πτήσεων: η μοναξιά των δύο πιλότων που πετούν δίπλα-δίπλα, αμίλητοι επί ώρες, ανταλλάσσοντας περιστασιακά κάποια τυπικά λόγια για την κατάσταση των οργάνων, με μόνη επαφή έναν ασύρματο. Όχι ότι τους βοηθούσε στη ναυτιλία, αλλά τους υπενθύμιζε ότι υπήρχαν κάπου κάποιοι άνθρωποι -ότι δεν ήταν μόνοι. Μέσα στο σκοτάδι έριχναν μία ματιά στο έδαφος: τι να κάνουν μέσα στη νύχτα οι χωρικοί σε εκείνα τα φωτάκια εκεί κάτω; Τι να σκέπτονται, πώς να ζουν; Τι είναι αυτό που εξυψώνει τον άνθρωπο; Και την απάντηση την δίνει ο ίδιος: «Αν θες να κάνεις τους ανθρώπους να κατασκευάσουν καράβια, μη κάνεις φασαρία προσπαθώντας να τους συγκεντρώσεις, να τους αναθέσεις εργασίες και να τους βάλεις να κόβουν ξύλα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους κάνεις να ποθήσουν το μεγαλείο και την απεραντοσύνη της θάλασσας»…«Οι άνθρωποι ενώνονται μόνο όταν θέτουν τους ίδιους κοινούς στόχους, γιατί το ιδανικό είναι εκείνο που εξυψώνει τα νοήματα».
Το βιβλίο αυτό τον κάνει ετούτη τη φορά πολύ γνωστό , το όνομά του ακούγεται με εξαιρετικά φιλολογικά σχόλια και οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ως τον άνθρωπο που τους χαρίζει την αναγνώριση. Ο Ντιντιέ Ντορά τον επισκέπτεται στον εκδοτικό οίκο που παρουσιάζει το βιβλίο του και του αποσπά ένα αυτόγραφο. Τον Οκτώβριο του 1927 τον διορίζει σταθμάρχη της Λατεκέρ στο Καπ Ζουμπί, στη μέση της Ισπανικής Σαχάρας. Το Καπ Ζουμπί ήταν για πολλούς λόγους ένας σταθμός ζωτικής σημασίας για τα αεροπλάνα της εταιρείας που εκτελούσαν το δρομολόγιο Καζαμπλάνκα - Ντακάρ: εκεί θα σταματούσε κάποιος πιλότος για να ανεφοδιαστεί σε καύσιμα προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του, εκεί θα κατέφευγε κάποιο αεροπλάνο που είχε υποστεί βλάβη πάνω από την έρημο, και εκεί θα αναζητούσε σωτηρία κάποιος για να σωθεί από τους Άραβες που τον κυνηγούσαν. Η ομαλή λειτουργία της αερογραμμής αλλά και η ζωή πολλών συναδέλφων του, στηριζόταν αποκλειστικά επάνω του. Η νέα του μετάθεση δεν διέφερε πρακτικά από εξορία αλλά αυτό του έδωσε την ευκαιρία μιας νέας εποικοδομητικής αυτοσυγκέντρωσης. Παράλληλα, χάρις σε εκείνο τον σταθμό, η μικρή «Λατεκέρ» επεκτάθηκε και εξελίχθηκε στην «Αεροποστάλ» (Aeropostal) την πρώτη επιβατική γαλλική αεροπορική εταιρεία που τώρα είχε 24 αεροπλάνα – μεταφοράς ταχυδρομείου μεν αλλά και με θέσεις για 10 επιβάτες. Η συμβολή του Εξυπερύ στην εταιρεία αυτή αλλά και η παράλληλη αναγνώρισή του στον φιλολογικό τομέα του απέφεραν μια κρατική αναγνώριση, τον Σταυρό των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής.
Μια περίοδος επαγγελματικής και λογοτεχνικής περιπέτειας
Το 1929 η Αεροποστάλ επεκτείνεται στη Νότια Αμερική με πτήσεις μεταξύ Ρίο ντε Τζανέιρο και Μπουένος Άιρες και ο Εξυπερύ ορίζεται σταθμάρχης της εταιρείας στηνΑργεντινή. Σε μια αποστολή ο φίλος του Γκυγιωμέ θα χαθεί για μέρες στις χιονισμένες Άνδεις και ο Εξυπερύ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον βρει τελικά, κάτω από απίστευτα άγριες συνθήκες, σε μια χώρα που έχει ως λαϊκό απόφθεγμα πως: «Τον χειμώνα οι Άνδεις δεν επιστρέφουν τις ψυχές που παίρνουν». Την ίδια ώρα ο Μερμόζ δοκιμάζει με επιτυχία νυκτερινές πτήσεις μεταξύ Γαλλίας και Αργεντινής, που για εκείνη την εποχή θεωρούνται ως μοναδικό επίτευγμα τόλμης και πρωτοπορίας. Ο Εξυπερύ θα σημαδευτεί για πάντα από εκείνες τις στιγμές της δοκιμασίας και της φιλίας για όλη του τη ζωή με ένα πνεύμα που σύντομα θα αποτυπώνει συνέχεια στα βιβλία του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1931 γνώρισε την Κονσουέλο Σουνσίν, μία γυναίκα που τον εντυπωσίασε και αποφάσισε να την κατακτήσει σε μια ασυνήθιστη πτήση πάνω απ' το Μπουένος Άιρες. Την παντρεύτηκε σύντομα αν και διέφεραν ως χαρακτήρες παρόλο που ενώ κι εκείνη σύχναζε σε φιλολογικούς κύκλους την ενδιέφεραν περισσότερο οι πεζές πραγματικότητες της ζωής και δεν κατάφερε ποτέ να αποτελέσει την μούσα μιας ψυχής σαν του Εξυπερύ. Το 1933 η Αεροποστάλ αντιμετώπισε οικονομική κρίση και αγοράστηκε από ένα όμιλο, ο οποίος μετονομάστηκε σε Air France. Ο Εξυπερύ δεν συμφώνησε με την τότε διοίκηση και αποφάσισε να φύγει αν και αυτό σήμαινε ότι άρχιζαν γι αυτόν οι οικονομικές δυσκολίες. Θα αποφασίσει να βρει διέξοδο στα βιβλία του και συγγράφει το έργο του «Νυχτερινή Πτήση» που αποσπά λογοτεχνικό βραβείο και ένα συμβόλαιο για μια παραγωγή του Χόλλυγουντ, ταινία που γυρίζεται με πρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκαίημπλ με τον εμπορικότερο τίτλο: «Άνεμος, Άμμος και Άστρα».
Μεταξύ 1935 και 1936 γυρίζονται ακόμα δύο ταινίες από αισθηματικές του νουβέλες, το «Αν-Μαρί» και το «Σαββατοκύριακο στο Αλγέρι». Αυτό του προσφέρει μια πρόχειρη επίλυση του οικονομικού προβλήματος αλλά επειδή δεν θέλει να απομακρυνθεί από την αεροπορία προσλαμβάνεται ως δοκιμαστής πιλότος σε ένα νέο μεγάλο υδροπλάνο με το οποίο η Αιρ Φρανς σκοπεύει να κάνει μόνιμα δρομολόγια στο Αλγέρι. Το πρωτότυπο του μοντέλου ωστόσο υποφέρει από κατασκευαστική αστάθεια και ο Εξυπερύ πέφτει θύμα σοβαρού ατυχήματος, τα τραύματα του οποίου θα τον κάνουν να υποφέρει επί χρόνια. Τέλη του 1936 η Αιρ Φρανς του προσφέρει ένα συμβόλαιο για μια πειραματική προσπάθεια να δημιουργηθούν πτήσεις από τη Γαλλία στη Σαϊγκόν. Ο Εξυπερύ θα αγοράσει με δικές του οικονομίες ένα αεροπλάνο με το οποίο επιχειρεί μια πρώτη προσπάθεια αλλά τσακίζεται από αμμοθύελλα στην Λιβυκή έρημο και τελικά σώζεται συμπτωματικά από κάποιους Βεδουίνους. Μετά από αυτήν την περιπέτεια απομακρύνεται από τον αεροπορικό τομέα και πέφτει σε μια κατάσταση απογοήτευσης, την οποία επιδεινώνει η απώλεια του Μερμόζ πάνω από τον Ατλαντικό. Το 1937 επιστρέφει στον τομέα των διηπειρωτικών πτήσεων με την Αιρ Φρανς με σκοπό τη διάσχιση του Ατλαντικού και εγκαινίαση δρομολογίων μεταξύ Ευρώπης και Κεντρικής Αμερικής. Ένα νέο όμως ατύχημα στη Γουατεμάλα τον φέρνει πολύ κοντά στον θάνατο. Πέρασε πολύ καιρό σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για να ανακάμψει και καθώς η περαιτέρω συνέχιση των αεροπορικών περιπετειών του φάνηκε να απομακρύνεται, αποφάσισε να συνεχίσει αποκλειστικά με τα βιβλία του. Ένας μικρός όμιλος Γάλλων επιχειρηματιών και φίλων της τέχνης που ζούσαν στην Αμερική του συμπαραστάθηκαν πολύ. Εκείνη την περίοδο γράφει τα δύο αριστουργήματά του, την «Γη των Ανθρώπων» και τον «Μικρό Πρίγκιπα». Το 1938 επιστρέφει στη Γαλλία και εργάζεται ως δημοσιογράφος - πολεμικός ανταποκριτής στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας. Τα άρθρα του είναι υπέρ των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων κι εναντίον του Φράνκο. Το1939 τα δύο τελευταία του βιβλία του εξασφαλίζουν ένα ακόμα βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία.
Πιλότος Πολέμου
Στην Αμερική τον βρίσκουν τα νέα της κήρυξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αποφασίζει να προσφερθεί για υπηρεσία και προτιμά την δίωξη αλλά ο στρατιωτικός γιατρός τον βρίσκει πολύ ηλικιωμένο και αρκετά αδύναμο για τέτοια καθήκοντα. Ο Εξυπερύ θα χρησιμοποιήσει τη φήμη του και τα μέσα του, καθώς είναι ο διασημότερος Γάλλος αεροπόρος την ώρα εκείνη. Τελικά συμβιβάζεται με την θέση του Σμηναγού Αναγνώρισης. Στις 3 Νοεμβρίου 1939 παρουσιάστηκε στον Επισμηναγό Ρενέ Γκαβουάλ της 2/33 Μοίρας Αναγνώρισης, στο αεροδρόμιο του Ορκόντ στην περιοχή της Καμπανίας, νοτιοδυτικά της Ρενς. Η σύντομη εκείνη περίοδος τον γεμίζει με περισσότερη εμπειρία για τους χαρακτήρες και την μοίρα των ανθρώπων καθώς οι συνθήκες που αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα απογοητευτικές. Τα αεροπλάνα της Μοίρας του είναι ελάχιστα για να φυλάξουν ένα μέτωπο από την Ελβετία ως τον Ατλαντικό και οι επιδόσεις τους μπροστά στα γερμανικά: «...εξασφαλίζουν μόνο μια ευκαιρία για δόξα...» έλεγε ειρωνικά , εννοώντας τον βέβαιο θάνατο. Παρόλα αυτά παίρνει μέρος σε όλες τις απελπισμένες προσπάθειες να ενημερώσει την γαλλική ανώτατη διοίκηση για τα σημεία που οι Γερμανοί περνούν τα σύνορα έστω κι όταν τον περιζώνουν επικίνδυνα τα πολύ ικανά και γρήγορα Μέσσερσμιτ δίνοντάς του ολοένα και λιγότερες ευκαιρίες να ξεφεύγει. Σε μια από αυτές τις αποστολές στο Αρράς διακινδυνεύει τόσο πολύ που οι συνάδελφοί του τον θεωρούν ήδη νεκρό αλλά εκείνος έχει καταφέρει να διαφύγει πετώντας εξαιρετικά χαμηλά και κρυπτόμενος μέσα στους πυκνούς καπνούς από τις εκρήξεις των βομβών. Η τελευταία του αποστολή είναι στην Αμπεβίλ κατά την υποχώρηση στη Δουνκέρκη. Οι παρατηρήσεις που κάνει δίνουν την ευκαιρία στον Γάλλο διοικητή στο έδαφος να κατορθώσει, έστω και πρόσκαιρα, την ανακοπή της γερμανικής επίθεσης: ο αξιωματικός εκείνος λέγεται Σαρλ Ντε Γκωλ.
Μετά την πτώση της Γαλλίας ο Εξυπερύ είναι οργισμένος από την απαράδεκτη γαλλική διοίκηση που φάνηκε ανύπαρκτη σε κάθε ενέργειά της παρόλο που αριθμητικά και υλικά η Γαλλία υπερτερούσε της Γερμανίας. Όταν η διάδοχη Κυβέρνηση του Βισύ τον μεταθέτει σε μια βάση στο Μπορντώ το θέαμα που βλέπει τον κάνει να μείνει άφωνος. Υπάρχει σωρεία καινούργιων αεροπλάνων που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη μάχη, πιστεύει ότι η Γαλλία βρίσκεται σε μια κατάσταση αποχαύνωσης και προδοσίας και αποφασίζει να την εγκαταλείψει. Η κυβέρνηση του Βισύ του προσφέρει μια θέση στη Βουλή με σκοπό να εκμεταλλευτεί το όνομά του αλλά εκείνος αρνείται. Αμέσως τα βιβλία του απαγορεύονται και πέφτει σε δυσμένεια. Προσπαθεί να δραπετεύσει μέσω της φρανκικής Ισπανίας αλλά τότε θυμούνται τα αντιφρανκικά του άρθρα κατά τον εμφύλιο πόλεμο και του απαγορεύουν την διέλευση. Τελικά θα βρει ευκαιρία να φύγει για τις ΗΠΑ, με τις οποίες η Γαλλία του Βισύ επίσημα δεν βρίσκεται σε πόλεμο.
Στις ΗΠΑ ο Εξυπερύ θα συγγράψει σε βιβλίο τις πρόσφατες πολεμικές του εμπειρίες, το «Πιλότος Πολέμου», ένα βιβλίο που γεμίζει ανθρωπιά, έντονη φιλοσοφία και απογοήτευση για την Γαλλία. Αλλά ένα τέτοιο έργο γραμμένο από έναν που μόλις γύρισε απ' τον πόλεμο έχει μεγάλο εκδοτικό ενδιαφέρον ενώ ταυτόχρονα του προτείνουν το γύρισμα ταινίας με θέμα τον «Μικρό Πρίγκιπα». Ενώ έτσι τα οικονομικά του βελτιώνονται αισθητά του φτάνουν ξαφνικά τα νέα του θανάτου του Γκιγιωμέ που εβλήθη, πιθανόν κατά λάθος, από ιταλικό μαχητικό. Ο εσωτερικός του κόσμος γκρεμίζεται ενώ την ίδια ώρα η γυναίκα του γκρινιάζει περισσότερο για τις τουαλέτες που άφησε πίσω στην Γαλλία και νοιώθει πολύ λίγο να νοιάζεται για τον Αντουάν. Εκείνος κρατάει πάντα στα χέρια του την εικόνα των φίλων του απ' το Ταχυδρομείο του Νότου κι όταν η Κονσουέλο του υπενθυμίζει ότι αυτοί είναι πια νεκροί της απαντά με πόνο «Όχι... οι νεκροί είμαστε εμείς...». Στις μέρες που ακολουθούν ο Ντε Γκωλ καλεί όλους τους Γάλλους εκτός Γαλλίας να στρατευθούν μαζί του και του γίνονται προτάσεις να τον υποστηρίξει. Ο Εξυπερύ πιστεύει ότι μόνο αν η Αμερική μπει στον πόλεμο υπάρχει σοβαρή ελπίδα για την Γαλλία και αρνείται, χαμένος πιθανόν και στην προσωπική του απογοήτευση, αλλά αυτό εκνευρίζει αφάνταστα τον Ντε Γκωλ και από τότε οι άλλοτε συμπολεμιστές θα παραμείνουν για πάντα εχθροί μεταξύ τους.
Επιστροφή στον πόλεμο και τελευταία αποστολή
Όταν το 1943 οι Αμερικανοί αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική, ο Εξυπερύ νοιώθει ότι η στιγμή να επιστρέψει στην μάχη ήρθε, αλλά η πολιτική κατάσταση της Γαλλίας που χωρίζεται σε Γκωλικούς και πρώην ανθρώπους του Βισύ που δειλά τώρα παρουσιάζονται ως αντι-γερμανοί, τού προκαλεί αποστροφή και τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Επιπλέον η φυσική του κατάσταση δεν του επιτρέπει πάντα να γίνει δεκτός ως πιλότος, έχοντας μάλιστα φτάσει και στην ηλικία των 44 ετών. Θα χρειαστεί να βάλει φίλους του να ζητήσουν απ' την Αμερικανική κυβέρνηση να τον βοηθήσουν μέχρι που επεμβαίνει ο ίδιος ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ που προτιμά, όπως δήλωσε, να αφήσει τον Εξυπερύ επιτέλους να πετάει στον αέρα παρά να του βάζει μπελάδες στο έδαφος. Του επιτρέπουν να επιστρέψει στο παλιό του σμήνος 2/33, που τώρα εδρεύει στο Οράν. Οι παλιοί του φίλοι και συμπολεμιστές, κι ειδικά ο πρώην και νυν διοικητής του 2/33, Ρενέ Γκαβουάλ, τον υποδέχονται με πολύ ενθουσιασμό και αγάπη τόσο που ξανανιώνει μετά από πολύ καιρό να ζει και πάλι σε ένα ζεστό συντροφικό περιβάλλον. Πολιτικά ωστόσο αρνείται να εκφρασθεί υπέρ του ενός η του άλλου πολιτικού γαλλικού στρατοπέδου που αντιπροσωπεύουν οι στρατηγοί Ζιρώ και Ντε Γκωλ. Ο Ντε Γκωλ ειδικά δεν θέλει να ακούσει γι αυτόν και σε κάποια στιγμή θυμού, απαγορεύει ακόμα και την διάδοση των βιβλίων του, κάτι που εξοργίζει και αγανακτεί τον συγγραφέα που ανακράζει «...αυτοί οι Γκωλικοί κι ο πολύς πατριωτισμός τους μου δίνουν στα νεύρα... φορώ την γαλλική στολή και κινδυνεύω να σκοτωθώ όσο κι ο οποιοσδήποτε άλλος Γάλλος ...». Εκείνη την περίοδο ο Εξυπερύ κάνει πολλούς εχθρούς που τον κατηγορούν από αντι-πατριώτη ως και φιλοναζιστή. Ο ίδιος τραυματισμένος ψυχικά αποφασίζει να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και θεωρεί ότι η μόνη πραγματική συντροφιά του είναι οι πιλότοι στο σμήνος του.
Το 2/33 του μεταφέρεται στην Κορσική και εκείνος αναλαμβάνει αποστολές αναγνώρισης πάνω απ' την υπό κατοχή ακόμα Γαλλία. Ο Αμερικανός όμως γενικός διοικητής των συμμαχικών μοιρών τον περιορίζει να τερματίσει μετά την 5η του αποστολή καθόσον το αεροπλάνο που του δίνουν να πετάξει ένα P38F-5B, έχει μέγιστο όριο ηλικίας για τους πιλότους του το 28ο έτος. Ο Γκαβουάλ δεν τολμά όμως να το εφαρμόσει από φόβο ότι αυτό θα τον συντρίψει ψυχικά. Το αεροπλάνο εκείνο προκαλεί όντως μεγάλες δυσκολίες στον παλαίμαχο πιλότο γιατί είναι φτιαγμένο για πολύ μεγάλα ύψη και μια-δύο φορές ο Εξυπερύ χάνει τις αισθήσεις του από έλλειψη οξυγόνου ενώ τα παλιά του τραύματα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει από τους πόνους. Ο Γκαβουάλ τον παρακολουθεί θορυβημένος, ο Εξυπερύ έχει πάντα μέσα στο χειριστήριό του τη φωτογραφία των νεκρών του φίλων απ' την εποχή του Ταχυδρομείου του Νότου, είναι πολύ αφηρημένος και τα βράδια ξενυχτάει γράφοντας. Εκείνη την εποχή ο συγγραφέας, μέσα στα ατέλειωτα χαρτιά που γεμίζουν το ακατάστατο δωμάτιό του έχει αρχίσει άλλα δύο έργα, το «Κάστρο» (Citadelle) και τα «Γράμμα σε ένα όμηρο». Την 31/07/1944, νωρίς το πρωί, ο πίνακας επιχειρήσεων του 2/33 έχει προγραμματισμένο τον Εξυπερύ σε μια αναγνωριστική πτήση στην παραλία Γένοβας - Αντζιο, καθώς επίκειται η εκεί απόβαση. Ο Γκαβουάλ ελπίζει ότι ο ξενυχτισμένος Εξυπερύ απλά δεν θα παρουσιαστεί αλλά εκείνος εμφανίζεται πανέτοιμος και μάλιστα του εμπιστεύεται τα γραπτά του. Ο Γκαβουάλ δεν το θεωρεί αυτό καλό σημάδι και κυριολεκτικά πανικοβάλλεται όταν διαπιστώνει ότι το δωμάτιο του Εξυπερύ είναι τακτοποιημένο και το κρεβάτι άθικτο, απόδειξη ότι ο συγγραφέας δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τρεις και μισή ώρες μετά την απογείωση ο Εξυπερύ θεωρείται αγνοούμενος και ο Γκαβουάλ υποψιάζεται αυτοκτονία. Επί κάπου 50 και περισσότερα χρόνια οι έρευνες για να βρεθεί το αεροπλάνο εκείνο δεν καρποφόρησαν και δημιούργησαν μεγάλο θόρυβο γύρω από την εξαφάνιση εκείνη, που ως ένα βαθμό εκμεταλλεύτηκαν και τουριστικά ορισμένοι καθώς η φήμη του Εξυπερύ έφτασε το αποκορύφωμά της στην μεταπολεμική εποχή. Τελικά το μπρασελέ του Εξυπερύ που του είχε χαρίσει η Κονσουέλο ανακαλύφθηκε από ένα ψαρά (Ζαν-Πώλ Μπιάνκο) δυτικά της Τουλόν τον οποίο αρχικά δεν πίστεψε κανείς, μιας και βρέθηκε πολύ πιο μακριά από την θέση που προέβλεπε η διαδρομή της τελευταίας αποστολής του Εξυπερύ. Αλλά το αεροπλάνο αυτή τη φορά εντοπίστηκε και αναγνωρίστηκε από τον αριθμό του (228233) από τον δύτη-αρχαιολόγο Luc Vanrell. Τα συντρίμμια του αεροπλάνου του συγγραφέα εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Αεροπορίας του Λε Μπουρζέ (Παρίσι).
Από μια τυχαία φράση που βρέθηκε ανάμεσα στα τελευταία του χειρόγραφα και έλεγε: …«Κάποια μέρα θα χαθώ πάνω σε έναν μαρτυρικό σταυρό που θα είναι η Μεσόγειος»… σχεδόν όλοι πίστεψαν ότι ο Εξυπερύ αυτοκτόνησε καθώς ήταν πολλαπλά λυπημένος απ' την απώλεια των συντρόφων του, την αδιαφορία της γυναίκας του και την στάση του Στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος είχε πεισματωθεί από την αρχική άρνηση του συγγραφέα να ενταχθεί στο Γκωλικό στρατόπεδο. Εντούτοις στις αρχές του 2008, ένας παλαίμαχος Γερμανός πιλότος, ο Χορστ Ρήπερτ, 88 ετών, δήλωσε ότι πολύ πιθανόν αυτός ήταν εκείνος που τον κατέρριψε συνδυάζοντας την μέρα και τον τόπο όπου εντοπίστηκε το αεροπλάνο του Εξυπερύ. Δήλωσε μάλιστα ότι ως νέος θαύμαζε τον συγγραφέα και θα ευχόταν τελικά να μην ήταν εκείνος που τον είχε καταρρίψει.
Μια φράση του που έχει χαραχτεί συχνά σε πλάκες ως το πιο αυθεντικό ρητό του που τον αντιπροσωπεύει είναι η παρακάτω :
«Το ουσιώδες διαφεύγει από τα μάτια, βλέπει κανείς σωστά μόνο με την καρδιά»
Πηγή: Wikipedia