Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στη Λιλ (Lille) της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδιζε να εκδηλώσει εξ απαλών ονύχων το ενδιαφέρον του για στρατιωτική σταδιοδρομία.
Το 1913, γίνεται ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Όταν ένα χρόνο αργότερα ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ντε Γκωλ πολεμά στο Βερντέν και τραυματίζεται τρεις φορές. Το 1921, νυμφεύεται την Υβόν, με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθετεί αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρετεί στην (εικονικού χαρακτήρα) [εκκρεμεί παραπομπή]στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας.
Εκεί έγραψε το έργο «Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού», μία μελέτη γύρω από τον συσχετισμό πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ακολουθεί η μελέτη στρατιωτικής θεωρίας «Προς έναν επαγγελματικό στρατό», στην οποία υποστηρίζει με ζήλο την ιδέα ενός ολιγάριθμου στρατού εξοπλισμένο σε ύψιστο βαθμό με μηχανοκίνητα μέσα. Οι απόψεις του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική πολιτική που έχει υιοθετηθεί τότε στην Γαλλία από τον Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν. Οι θεωρίες του επιβεβαιώνονται όταν ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη Γαλλία. Ο ίδιος τιμάται για τη δράση του με τον βαθμό του ταξιάρχου, στα γαλλικά 'Général de brigade', κατά λέξη στρατηγός ταξιαρχίας, εξ ου και η τιμητική προσφώνηση Στρατηγός.
Όταν βλέπει την πατρίδα του έτοιμη να παραδοθεί στις δυνάμεις του Άξονα, καταφεύγει στο Λονδίνο. Στις 18 Ιουνίου1940, απευθύνει την ραδιοφωνική έκκληση προς τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του και στις 2 Αυγούστου ένα γαλλικό στρατοδικείο τον καταδικάζει ερήμην σε θάνατο.
Πολιτική σταδιοδρομία
Με το τέλος του πολέμου στη Γαλλία συμμετέχει στις 26 Αυγούστου 1944 σε μια πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Ο ίδιος αντιτάσσεται στη νεοσύστατη Δ΄ Γαλλική Δημοκρατία.
Το 1947, ιδρύει τον Συναγερμό του Γαλλικού Λαού (Rassemblement du Peuple Français-RPF), ένα κίνημα που εκφράζει τις γκωλικές απόψεις και το 1951 μετασχηματίζεται σε κόμμα. Με την κρίση στην Αλγερία το 1958 έρχεται ο κίνδυνος ενός εμφυλίου πολέμου και ο Σαρλ ντε Γκωλ εκλέγεται πρώτος πρόεδρος της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Το 1962 τελικά αναγνωρίζει το αλγερινό κράτος βλέποντας ότι το μέλλον της Γαλλίας δεν θα ήταν η διατήρηση των αποικιών της, αλλά η νέα ευρωπαϊκή πορεία.
Αναπτύσσει στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και η προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ εξελίσσεται στην Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη. Πέθανε το 1970, από καρδιακή προσβολή.
Από νωρίς υποστήριξε την προσέγγιση της Ελλάδος στην (τότε) ΕΟΚ, πράγμα που τόνισε και κατά την διάρκεια τις επίσκεψης του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι. Επίσης ήταν υπέρ της προστασίας της Ελλάδος από τους επικίνδυνους γείτονές της.[1] Ο ντε Γκωλ δέχτηκε και πρόσκληση από τον Βασιλιά Παύλο να επισκεφθεί την Ελλάδα. Έτσι, στις 16 Μαΐου του 1963 έφτασε στην Αθήνα ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στρατηγός ντε Γκωλ, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Κουβ ντε Μιρβίλ. Η υποδοχή που του έγινε ήταν εντυπωσιακή. Η κυβέρνηση Καραμανλή έπαιξε με μεγάλη προσοχή το ευρωπαϊκό χαρτί, προκειμένου να επωφεληθεί από τη σύνδεση με την Ε.Ο.Κ., φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για τον σταθερό προσανατολισμό της στην Ατλαντική Συμμαχία, δεδομένου ότι ο ντε Γκωλ την εποχή εκείνη συμβόλιζε την τάση χειραφέτησης της Ευρώπης από την αμερικανική κηδεμονία. Το σημαντικότερο όφελος από την επίσκεψη ντε Γκωλ για την κυβέρνηση Καραμανλή ήταν η απόκτηση ενός πολιτικού κεφαλαίου, το οποίο όμως εξανεμίστηκε αμέσως από την θύελλα που προκάλεσε η δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη, τρεις μόλις ημέρες μετά την αναχώρηση του ντε Γκωλ από την Θεσσαλονίκη. Εκεί, απαντώντας σε σχετική προσφώνηση του Καραμανλή, ο Γάλλος πρόεδρος δήλωσε για την Μακεδονία: "Είναι δια την χώραν σας μια περιοχή υψίστης σημασίας, από απόψεως εθνικής, οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής ως και από απόψεως της αμύνης σας και της ιδικής μας αμοιβαίως". Στις δημόσιες τελετές κυριάρχησε η επιβλητική, λιτή φιγούρα του στρατηγού, όπως και κατά την ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων την οποία παρακολούθησε και ο Κ. Καραμανλής ή στην επίσκεψή του στον Άγνωστο Στρατιώτη, με την αντίθεση ανάμεσα στα πολλά παράσημα των Ελλήνων αξιωματικών που τον συνόδευαν και στο μοναδικό που εκείνος έφερε, τον Σταυρό της Λορένης.
Σημείο των καιρών, οι προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Γαλλία στις 5 και 19 Δεκεμβρίου του 1965 αποδείχθηκαν για τον στρατηγό ντε Γκωλ εξαιρετικά δύσκολες. Οι εκλογές του 1965 εισήγαγαν δύο σημαντικές καινοτομίες στη γαλλική πολιτική ζωή. Ήταν οι πρώτες που διεξήχθησαν με το νέο σύστημα της απευθείας εκλογής προέδρου από τον λαό και ήταν επίσης οι πρώτες στις οποίες τα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ανοίγοντας εντελώς νέους ορίζοντες για την αντιπολίτευση. Την επομένη του πρώτου γύρου, η γαλλική και διεθνής κοινή γνώμη πληροφορήθηκε έκπληκτη ότι ο ντε Γκωλ, ο οποίος απαξίωσε να διεξαγάγει την έντονη προεκλογική εκστρατεία που απαιτούσαν οι περιστάσεις, δεν απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία και ότι θα υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει σε δεύτερο γύρο τον κοινό υποψήφιο σοσιαλιστών-κομμουνιστών, Φρανσουά Μιτεράν. Ο Μιτεράν εκμεταλλεύτηκε άλλωστε επιδέξια τόσο την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα όσο και τη διαφορά ηλικίας του από τον δύστροπο στρατηγό, ο αυταρχισμός του οποίου άρχισε να εξοργίζει ολοένα και περισσότερους Γάλλους. Στον δεύτερο γύρο, ο στρατηγός δεν ηττήθηκε. Οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες για μία τέτοια έκπληξη. Ωστόσο, ούτε ο δεύτερος γύρος τού έδωσε τον θρίαμβο στον οποίο ήλπιζε. Το 55,2% που έλαβε ήταν πολύ χαμηλό ποσοστό και ο Μιτεράν αναδείχθηκε πλέον σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη της γαλλικής κεντροαριστεράς.
Το 1966, ο Σαρλ ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αν στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες το όνομα του Σαρλ ντε Γκωλ προκαλούσε γι' αυτό το λόγο αρνητικά συναισθήματα, στη Μόσχα ξεσήκωσε πραγματικό ενθουσιασμό, όπως είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ο Γάλλος πρόεδρος κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην ΕΣΣΔ (20 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1966). Ένα εκατομμύριο Μοσχοβίτες, με επικεφαλής ολόκληρη την κομματική και κρατική ηγεσία, αποθέωσαν τον Γάλλο ηγέτη. Στο τελικό κοινό ανακοινωθέν, που εγκαινίαζε μία περίοδο ευρύτατης οικονομικής, επιστημονικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής συνεργασίας των δύο χωρών, τον τόνο έδωσαν δύο γαλλικές λέξεις-κλειδιά της γκολικής πολιτικής: η ύφεση (détente) και η επαναπροσέγγιση (raprochement) Ανατολής-Δύσης. Παράλληλα, αποφασίστηκε η δημιουργία "κόκκινης γραμμής" μεταξύ Κρεμλίνου και Μεγάρου των Ηλυσίων, κατ' αναλογία προς τη γραμμή άμεσης επικοινωνίας Μόσχας-Ουάσινγκτον για περιπτώσεις κρίσης. Πολιτικά και συμβολικά, η Μόσχα απέδωσε στη Γαλλία στάτους μεγάλης διεθνούς δύναμης, υπογραμμίζοντας πόσο νερό έχει κυλήσει κάτω από τις γέφυρες του Μόσκοβα από το Δεκέμβριο του 1944, όταν ένας ταπεινός Σαρλ ντε Γκωλ, αρχηγός μόλις 30.000 μαχητών σε μια υπόδουλη στους Ναζί και ντροπιασμένη από τη συνεργασία του Βισύ Γαλλία, γινόταν δεκτός από έναν αγέρωχο και κραταιό Ιωσήφ Στάλιν.
Αυτή τη νέα εικόνα της Γαλλίας ως μεγάλης, ανεξάρτητης διεθνούς δύναμης ενίσχυσε ο Σαρλ ντε Γκωλ με θεαματικές πυρηνικές δοκιμές στις γαλλικές αποικίες της Πολυνησίας και με τη διάρκειας τριών εβδομάδων περιοδεία του στον Τρίτο Κόσμο, από το Τζιμπουτί και την Αντίς Αμπέμπα μέχρι την Πνομ Πεν, τη Νουμεά και τη Γουαδελούπη. Πολλοί, εντός και εκτός Γαλλίας, τον ειρωνεύτηκαν για τη ροπή του προς τις ναπολεόντειες πόζες και του καταλόγιζαν εξωπραγματικό εθνικό μεγαλοϊδεατισμό.
Αποχώρηση και θάνατος
Ο Σαρλ ντε Γκωλ εγκατέλειψε την προεδρία το μεσημέρι της 28ης Απριλίου 1969, ύστερα από την απόρριψη της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του της Γερουσίας και των τοπικών κυβερνήσεων σε ένα εθνικό δημοψήφισμα. Ο ντε Γκωλ είχε υποσχεθεί ότι αν το δημοψήφισμα αποτύγχανε, θα παραιτούνταν από την θέση του. Παρότι ο ντε Γκωλ εκφώνησε οκτάλεπτη ομιλία, το δημοψήφισμα απέτυχε και έτσι παραιτήθηκε με συνέπεια, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Ζωρζ Πομπιντού.
Ο ντε Γκωλ αποσύρθηκε για ακόμα μια φορά στο Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ, όπου πέθανε ξαφνικά στις 9 Νοεμβρίου 1970, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής των απομνημονευμάτων του. Η υγεία του ήταν πάρα πολύ καλή μέχρι τότε παρότι είχε κάνει μια εγχείρηση προστάτη μερικά χρόνια πριν. Καθόταν μπροστά από την τηλεόραση ενώ περίμενε την αρχή των ειδήσεων όταν ένιωσε αδιαθεσία και κατέρρευσε. Η γυναίκα του κάλεσε τον γιατρό και τον τοπικό ιερέα, αλλά μέχρι να φθάσουν είχε πεθάνει: η αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή.
Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν - μόνο οι σύντροφοι του της Τάξης της Απελευθέρωσης.[9] Οι αρχηγοί κρατών έπρεπε να ικανοποιηθούν με μια ταυτόχρονη λειτουργία στην Παναγία των Παρισίων. Μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης, και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από την Νοτρ Νταμ. Τάφηκε στις 12 Νοεμβρίου.
Προσδιόρισε ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός τους και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: "Charles de Gaulle, 1890–1970".
Όταν αποσύρθηκε, δεν δέχθηκε τις συντάξεις τις οποίες δικαιούνταν ως πρόεδρος και ως στρατηγός. Αντ' αυτού, δέχθηκε μόνο μια σύνταξη συνταγματάρχη. Ήταν σχολαστικός με τα χρήματα, φροντίζοντας να διαχωρίσει τις ιδιωτικές δαπάνες τους από αυτές των επίσημων καθηκόντων του. Πλήρωνε για τα δικά του κουρέματα, τα γραμματόσημα για ιδιωτική αλληλογραφία και είχε ένα μετρητή ηλεκτρικού εγκατεστημένο στο ιδιωτικό κατάλυμα της επίσημης κατοικίας του.[12]
Η οικογένειά του έχει μετατρέψει την κατοικία La Boisserie σε ίδρυμα, το Μουσείο Σαρλ ντε Γκωλ.