Οι πρακτικές που προωθούν την ανάκτηση ενέργειας και την ανακύκλωση υλικών στη βιομηχανία, έχουν απασχολήσει επισήμως την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει καθορίσει αρχές ιεράρχησης των μεθόδων διαχείρισης αποβλήτων στη βιομηχανία. Όπως π.χ. στην τσιμεντοβιομηχανία που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί υλικά στο τέλος του κύκλου ζωής τους ως εναλλακτικά καύσιμα ή πρώτες ύλες, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά της και ταυτόχρονα συνεισφέροντας στη διαχείριση των αποβλήτων με το μικρότερο κόστος, αξιοποιώντας τα και ωφελώντας το περιβάλλον.
Η συνεχής αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, σε συνδυασμό με την εξάντληση των κοιτασμάτων των συμβατικών καυσίμων και τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, για τα οποία ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τα καύσιμα, επιβάλλει τη χρήση άλλων πηγών ενέργειας, οι οποίες να είναι ανανεώσιμες και ανεξάντλητες. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας υπάρχουν σε αφθονία στο φυσικό περιβάλλον, δεν εξαντλούνται, διαρκώς ανανεώνονται και μπορούν να μετατραπούν σε ηλεκτρική ή θερμική ενέργεια, δηλαδή: Αιολική Ενέργεια (παράγεται από τη δύναμη του ανέμου). Υδραυλική Ενέργεια (παράγεται από τις υδατοπτώσεις). Βιομάζα (παράγεται από τη φωτοσυνθετική δραστηριότητα που μετασχηματίζει την ηλιακή ενέργεια μέσω διεργασιών των φυτικών χερσαίων ή υδρόβιων οργανισμών). Γεωθερμία (προέρχεται από το εσωτερικό της γης και εμπεριέχεται σε φυσικούς ατμούς, σε επιφανειακά ή υπόγεια θερμά νερά ή θερμά ξηρά πετρώματα). Κυματική ενέργεια( παράγεται ενέργεια από την παλίρροια, τα θαλάσσια ρεύματα και τους ωκεανούς). Ηλιακή Ενέργεια (παράγεται από την αξιοποίηση των τεχνολογιών που εκμεταλλεύονται τη θερμότητα και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα του ήλιου). Όλες αυτές είναι καθαρές ενεργειακές πηγές με μηδενικές εκπομπές CO2. Η χώρα μας, ιδιαίτερα, θα πρέπει να βρει τρόπους να ξεπεράσει τα εμπόδια που καθυστερούν την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, εκμεταλλευόμενη το πλούσιο δυναμικό που της προσφέρουν οι ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες.
Η βιολογική γεωργία, από την άλλη πλευρά, είναι ένας από τους δυναμικότερους γεωργικούς τομείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλοντας στην προστασία του περιβάλλοντος και των υδάτινων πόρων και μειώνοντας την παραγωγή και χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Οι γεωργικές εκτάσεις προστατεύονται από την ερημοποίηση και τη διάβρωση του εδάφους. Η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία είναι φιλικές προς το περιβάλλον και την άγρια πανίδα και χλωρίδα, προωθώντας έτσι την βιοποικιλότητα και την αειφορία της υπαίθρου. Παράλληλα, επιτυγχάνει οικονομία των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς στις χημικές βιομηχανίες παραγωγής λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων καταναλώνεται μεγάλη ποσότητα ενέργειας, ενώ προστατεύει την υγεία του καταναλωτή.
Παρά το σχετικά υψηλό κόστος, η στροφή στη βιολογική γεωργία ωφελεί και τους επιχειρηματίες, λόγω της παραγωγής επωνύμων και με σήμανση προϊόντων που πωλούνται σε καλύτερες τιμές αφού αναγνωρίζονται ως ποιοτικά, ενώ εξάγουν σε αγορές που ολοένα και περισσότερο ζητούν βιολογικά προϊόντα και υπηρεσίες σχετιζόμενες με αυτά (π.χ. πρώτες ύλες για βιολογικά καλλυντικά ή υφάσματα).
Βέβαια, η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι μεγεθύνεται, παρουσιάζει κάμψη τα τελευταία χρόνια, αφού ο κλάδος δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από την οικονομική κρίση. Ισχυρά εμπόδια για την προμήθεια βιολογικών προϊόντων από τους έλληνες καταναλωτές είναι η υψηλή τιμή τους, η περιορισμένη ποικιλία, αλλά και το γεγονός ότι συχνά δεν υπάρχει σαφής ένδειξη για την ποιότητά τους πάνω στις συσκευασίες πώλησης. Ωστόσο η αγορά βιολογικών προϊόντων παραμένει ταχέως αναπτυσσόμενη, με την ετήσια παγκόσμια αύξησή της να διαμορφώνεται στο 20%.
Από την άλλοι πλευρά, πολλοί καταναλωτές δεν αντιλαμβάνονται, στο βαθμό που θα έπρεπε, τη χρησιμότητα και τα οφέλη που έχουν τα βιολογικά προϊόντα στη διατροφή τους, ή εκείνοι που γνωρίζουν γι αυτά, αδυνατούν συχνά να τα αγοράσουν λόγω του υψηλού κόστους τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας και τα ανανεώσιμα υλικά. Όλοι μιλούν για την αναγκαιότητα τους, αλλά λίγοι είναι αυτοί που καταφεύγουν σε αυτές. Το βέβαιο, είναι ότι - και σε αυτή την περίπτωση- υπάρχει έλλειψη γνώσης, υποδομών και αξιοποίησης κεφαλαίων από τους ενδιαφερομένους επενδυτές (σε ένα μεγάλο βαθμό), αλλά και κινήτρων και πληροφόρησης από την πλευρά της πολιτείας, για τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας και η χρήση ανανεώσιμων υλικών.
Η βιοµηχανική οικολογία θεωρεί ότι τα άχρηστα υλικά αποτελούν ένα σηµαντικό πόρο και είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν στην παραγωγή νέων αγαθών, ως εναλλακτικές πρώτες ύλες ή καύσιµα. Σήμερα, εν μέσω κρίσης, οι περισσότερες επιχειρήσεις καταφεύγουν σε περικοπές δαπανών προς τρίτους, μειώνοντας δραστικά τις δαπάνες που αφορούν το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση των προϊόντων τους, ή καταλήγοντας οι περισσότερες στην έσχατη λύση: τη μείωση του προσωπικού τους. Ωστόσο υπάρχουν και άλλοι τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης για τις εταιρίες που σκέπτονται δημιουργικά. Ένας από αυτούς είναι η περικοπή των υλικών που καταλήγουν να διογκώνουν το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Όπως για παράδειγμα η αλυσίδα πολυκαταστημάτων WALL- MART στις ΗΠΑ, η οποία εδώ και πολλά χρόνια ξεκίνησε τη μείωση των μη ανακυκλώσιμων υλικών στις συσκευασίες των προϊόντων της, η οποία προσδιορίζεται στο 5% για τα επόμενα 10 χρόνια, εκτιμώντας ότι θα έχει όφελος 3 δισ. δολάρια σε μεταφορικά έξοδα. Ενώ το όφελος δεν αφορά μόνο τη WALL- MART, άλλα και τους προμηθευτές της εταιρίας, οι οποίοι, όπως υπολογίζεται από σχετικό άρθρο του HBR, θα έχουν όφελος ύψους 8 δισ. δολαρίων από τη μείωση υλικών και μεταφορικών.
Βέβαια, τέτοιες προσεγγίσεις θεωρητικά ακούγονται ενδιαφέρουσες, αλλά πρακτικά και ουσιαστικά για να έχουν αποτέλεσμα χρειάζονται επιπλέον κεφάλαια, χρόνο, σωστό προγραμματισμό και προϋπολογισμούς που θα ξεκινούν από μηδενική βάση.