Για το φωτοχημικό νέφος, όπως αυτό ονομάστηκε, ευθύνεται η εκτεταμένη καύση κάρβουνου σε τζάκια για θέρμανση τόσο σε σπίτια όσο και σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η θερμοκρασία αυξήθηκε αισθητά ενώ σημειώθηκε υψηλή συγκέντρωση ενώσεων, όπως τα οξείδια του αζώτου, το μονοξείδιο του άνθρακα, οι υδρογονάνθρακες και τα προϊόντα των αντιδράσεών τους.
Οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ήταν ακραίες ενώ έκαναν την ατμόσφαιρα ασφυκτική για χιλιάδες πολίτες. Το πάχος του νέφους ήταν τέτοιο που ο κόσμος δεν έβλεπε ούτε σε απόσταση μισού μέτρου. Πολλοί ήταν και οι θάνατοι που καταγράφηκαν όχι λόγω των αναπνευστικών προβλημάτων αλλά επειδή άνθρωποι έπεσαν στον Τάμεση επειδή δεν ήταν σε θέση να δουν το ποτάμι και έπεσαν μέσα. Αυτοκίνητα και τρένα ακινητοποιήθηκαν και θέατρα αλλά και κινηματογράφοι έκλεισαν επειδή το κοινό δε μπορούσε να δει τη σκηνή.
Πιθανόν η κατάσταση σήμερα να είναι καλύτερη, ωστόσο η ατμόσφαιρα του Λονδίνου εξακολουθεί να είναι μολυσμένη σε μεγάλο βαθμό. Τα βλαβερά αέρια που εκλύονται από τα αυτοκίνητα σκοτώνουν 13.000 ανθρώπους κάθε χρόνο στη Μεγάλη Βρετανία, εκ των οποίων οι 4.300 θάνατοι σημειώνονται στο Λονδίνο.
Το φαινόμενο του φωτοχημικού νέφους ονομάζεται και ρύπανση «τύπου Λος Αντζελες», καθώς εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1943.