Όταν συνάντησε την Άννα Αχμάτοβα, το 1911, εκείνος ήταν 26 ετών κι εκείνη 21. H Ρωσίδα ποιήτρια είχε ύψος 1,80, γκριζοπράσινα μάτια, πλούσια σκούρα μαλλιά και αετίσιο πρόσωπο. Ο Μοντιλιάνι τη θεωρούσε κάτι σαν Αιγύπτια βασίλισσα. Και παρ' όλο που δεν τη ζωγράφισε ποτέ, σχεδίασε τη φιγούρα της καμιά εικοσαριά φορές. Όταν ο γάμος της κατέρρευσε, έφτιαξαν έναν σύντομο δεσμό.
Κι όταν χάλασε κι αυτός, η Αχμάτοβα επέστρεψε στη Ρωσία για να πέσει πάνω στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ποιήματά της απαγορεύτηκαν από τον Στάλιν, οι δύο άνδρες της και ο γιος της στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα βιβλία της πολτοποιήθηκαν κι εκείνη καταδικάστηκε για δεκαετίες στη σιωπή. Οι ερωτικές επιστολές που αντήλλασσε με τον Μόντι καταστράφηκαν στην πολιορκία του Λένιγκραντ. Κουρασμένη από τις πολύχρονες διώξεις, η ποιήτρια πέθανε το 1966.
Ο επόμενος μεγάλος έρωτας του ζωγράφου ήταν μια Νοτιοαφρικανή δημοσιογράφος εξίσου απελευθερωμένη σεξουαλικά με εκείνον, η Μπέατρις Χάστινγκς. Λένε γι' αυτήν ότι ένα βράδυ εμφανίστηκε ολόγυμνη σε μια δεξίωση, αλλά δεν το πρόσεξε κανείς: ο Μοντιλιάνι είχε ζωγραφίσει στο σώμα της ένα φόρεμα. H σχέση τους ήταν βίαιη και θυελλώδης. Το 1915, η Χάστινγκς τον άφησε, ξεκίνησε μια σειρά αποτυχημένων σχέσεων, έμεινε μόνη, έπαθε καρκίνο και σε ηλικία 64 ετών αυτοκτόνησε σαν τη Σύλβια Πλαθ, βάζοντας το κεφάλι της στον φούρνο.
Ο ζωγράφος είχε ήδη αρχίσει να αρρωσταίνει και είχε ήδη αρχίσει να ζωγραφίζει γυμνές γυναίκες. Αλλά η έκθεση που οργάνωσε το 1917 δεν πήγε καλά: έξαλλα πλήθη συγκεντρώθηκαν απ' έξω, αναγκάζοντας την αστυνομία να την κλείσει. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μοντιλιάνι προσβλήθηκε από φυματική μηνιγγίτιδα.
Αλλά η τελευταία του μούσα, η Ζαν Εμπυτέρν, αντί να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, τον κράτησε στο παγωμένο διαμέρισμά τους και τον τάιζε σαρδέλες. Στις 22 Ιανουαρίου του 1920, ο ζωγράφος υπέκυψε. Στην κηδεία του ήταν όλοι, από τον Πικάσο μέχρι τον Κονσταντίν Μπρανκούζι. Όχι όμως και η Εμπυτέρν: εννιά μήνες έγκυος με το δεύτερο παιδί τους, είχε αυτοκτονήσει μια μέρα νωρίτερα πέφτοντας από το παράθυρό της.
Το έργο του Αμεντέο Μοντιλιάνι «Nu Couche» (Ξαπλωμένο Γυμνό) πουλήθηκε πριν από λίγες ώρες τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου από τον Οίκο Κρίστις για 158 εκατ. δολάρια. Η τιμή του αναμενόταν να κινηθεί στα 100 εκατομμύρια και έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ του ίδιου καλλιτέχνη.
Πρόκειται για έναν πίνακα του μεγάλου δάσκαλου της μοντέρνας τέχνης, ο οποίος έχει αναπαραχθεί ευρέως στην τέχνη και την ιστορική βιβλιογραφία. Γι αυτό και η αξία του είναι πολύ υψηλότερη από πολλούς άλλους πίνακες του ίδιου του Μοντιλιάνι. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό είναι το καλύτερο γυμνό που έκανε ποτέ. Είναι η πεμπτουσία της τέχνης του. Πλούσια και μοναδικά χρώματα, αριστοτεχνικό περίγραμμα και παλλόμενος ερωτισμός.
Υπάρχει μια ιεραρχία στα έργα του Μοντιλιάνι, τόσο για τους συλλέκτες όσο και για τα μουσεία. Πρώτα έρχονται στη λίστα προτιμήσεων τα γυμνά, ακολουθούν τα πορτρέτα γυναικών, των παιδιών και των ανδρών.
Τα πορτρέτα των γυναικών αναδίδουν αισθησιασμό και τρυφερότητα. Τα γυμνά του είναι συγκλονιστικά. Απογειώνουν τις αισθήσεις. Η έκθεσή τους σκανδάλιζε τα σεμνότυφα ήθη της εποχής του. Η ειλικρίνεια της απεικόνισης είναι μοναδική. Ο Μοντιλιάνι έκανε 30 γυμνά, λιγότερο από το 10% των έργων του συνολικά. Όταν πέθανε στα 35 του, είχε κάνει 350 πίνακες ζωγραφικής.
Για την ιστορία: την πρώτη θέση του πιο ακριβοπληρωμένου πίνακα, εξακολουθεί να «κατέχει» ο Πικάσο και «Οι γυναίκες από το Αλγέρι» που «χτύπησαν» 166 εκατ. δολ.
(Με πληροφορίες και από το arive.gr)