Σκέφτηκα ότι θα προσπαθήσω (όχι πάρα πολύ βέβαια) να νιώσω λίγη από τη χαρά των ημερών. Θα κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου. Όχι καμιά υπερβολή, αλλά κάτι που μάλλον θα έπρεπε να αποφύγω, δεδομένης της λογιστικής μου κατάστασης. Μου πήρα δύο μπουκάλια από ένα υπέροχο, ακριβό κρασί. Δεν έχουν έρθει ακόμα τα Χριστούγεννα, αλλά τώρα είχα χρόνο να το κάνω και να τα απολαύσω. Ύστερα από ένα σαββατοκύριακο με φίλους, καλή παρέα που με συνεπήρε τόσο που ξέχασα το δώρο που έκανα στον εαυτό μου, ήρθε η Κυριακή. Αυτή η μουντάδα της Κυριακής που ντύνει τις λίγες ώρες που χωρίζουν την ανάπαυλα του σαββατοκύριακου από την καθημερινότητα, με κυρίευσε για πολλοστή φορά. Αυτή η παιδική ανάμνηση που έχει κολλήσει σαν τσίχλα κάτω από το θρανίο, δεν λέει να απομακρυνθεί από το μυαλό μου. Σαν να πηγαίνω σχολείο νιώθω τη Δευτέρα, όσα χρόνια και αν περάσουν. Τέλος πάντων.
Πάλι αυτό ένιωθα. Ότι απέμειναν λίγες ώρες από αυτή την πάντα άχαρη (για εμένα) και χωρίς νόημα διαδικασία της προσευχής το πρωί. Και σκεφτόμουν αν έχω ολοκληρώσει το διάβασμά μου, εεε, συγγνώμη τις εκκρεμότητές μου ενόψει εβδομάδας, αν έχω βάλει σε πρόγραμμα όλα όσα έχω να κάνω, αν έχω τοποθετήσει τα σωστά πράγματα στην σάκα μου…. κτλ κτλ. «Όχι πάλι. Αυτή τη φορά θα το ξορκίσω» είπα στον εαυτό μου με υπερβολικό στόμφο. Χωρίς να έχω κάτι συγκλονιστικό να μου ανεβάσει τη διάθεση, όπως μια εξαιρετική εμπειρία, μια περιπέτεια, μια ιδιαίτερη στιγμή. Χωρίς τίποτα απολύτως. Αποφάσισα ότι θα διώξω τη μιζέρια της Κυριακής. Είχα φροντίσει άλλωστε, αποφασίζοντας να μου κάνω αυτό το δώρο. Και έπρεπε με ένα τρόπο να με τοποθετήσω στο πνεύμα των Χριστουγέννων. Γιατί μπαίνουν όλοι κι εγώ να μην μπορώ; Στόλισα το σπίτι, έφτιαξα το δένδρο, έβαλα και λαμπάκια που αναβοσβήνουν προκαλώντας σημαντική φθορά στα – τεταμένα ομολογουμένως – νεύρα μου. Αλλά τα έκανα όλα αυτά. Με τη δικαιολογία του παιδιού στο σπίτι.
Ήταν η κατάλληλη στιγμή να απολαύσω την μικρή πολυτέλεια, που αποφάσισα να μου παραχωρήσω. Το παιδί είχε κοιμηθεί, οπότε είχα σταματήσει κι εγώ να προσποιούμε ότι χαίρομαι που το σπίτι μας είναι σα λατέρνα στολισμένο, με φωτάκια που θυμίζουν Λας Βέγγας της δεκαετίας του ’90. Είχε ησυχία, το τζάκι ήταν αναμμένο, ο άνδρας του σπιτιού είχε κουρνιάσει στον καναπέ και γουργούριζε περιμένοντας να έρθει ο έρωτάς της ζωής του δίπλα του να καθίσει. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές.
Θα άνοιγα επιτέλους το ένα από τα δύο μπουκάλια κρασί, που έχοντας ανάγει σε ιδεολογικό, ψυχολογικό και κοινωνιολογικό ζήτημα αγόρασα για εμένα. Άπλωσα το χέρι μου με ζογκλερική μαεστρία και μια μικρή δόση μαγκιάς να πιάσω το μπουκάλι. Το μπουκάλι ήταν τοποθετημένο πίσω μου, η παλάμη μου είχε μια μικρή, ανορθόδοξη θα έλεγα κλίση, αλλά εγώ, μπορώ, όλα να τα κάνω. Και τα κάνω με στυλ. Το στραβωμένο από τα ακροβατικά χέρι, έκανε την παράτολμη κίνηση να πιάσει σαν σκυτάλη σε προκριματικό αγώνα Ολυμπιακών Αγώνων το μπουκάλι με το κρασί που τόσο περίμενε να το γευτώ. Είχε την τιμή το συγκεκριμένο κρασί να το επιλέξω, ως δώρο. Να διαλέξω το συγκεκριμένο μπουκάλι (εντάξει μαζί με το διπλανό του) από όλα όσο βρίσκονταν στο ράφι, της εν λόγω ετικέτας.
Και εκεί πάνω που έχω κάνει τη στριφογυριστή κίνηση του μόρτη που φέρνει το μπουκάλι πίσω από την πλάτη σαν έφηβος μπαρ μαν που προσπαθεί να εντυπωσιάσει την όμορφη κοπέλα που κάθεται στο μπαρ… έγινε το κακό. Το μπουκάλι γλίστρησε από τα αλαζονικά μου χέρια, έπεσε κάτω και τελικώς παρά τη θετική ενέργεια που προσπάθησα να του μεταδώσω δεν τα κατάφερε. Σαν πυροτέχνημα ακούστηκε στα αυτιά μου, όταν το αντικείμενο του πόθου μου έγινε ένα με το μάρμαρο και έσπασε σε χίλια κομμάτια το περιτύλιγμα της απόλαυσής μου. Εκατοντάδες κομμάτια γυαλί βρέθηκαν παντού. Το κρασί απλώθηκε σε κάθε γωνιά του πατώματος, λες και ήθελε να ξεφύγει από εμένα. Σαν να φοβήθηκε τον πόθο μου για αυτό. Δεν θα ντραπώ να πω ότι προς στιγμήν σκέφτηκα να πάρω μια σύριγγα και να προσπαθήσω να μαζέψω έστω και λίγο από το υγρό που τόσο άδικα βρέθηκε στο πάτωμα, αντί τον ουρανίσκο μου. Η σκέψη δραπέτευσε από το μυαλό μου ακριβώς με την ίδια ταχύτητα που δραπέτευσε το μπουκάλι από το χέρι μου λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα.
Δε νευρίασα καθόλου. Με έπιασαν τα γέλια. Σκέφτηκα για λίγο πόσο ωραία θα ήταν να είχαμε συναντηθεί τελικά (το κρασί κι εγώ εννοώ), αλλά δεν θα ήταν η πρώτη συνάντηση που απέτυχε, οπότε δεν έγινε και τίποτα. Και μετά έπρεπε να μαζέψω τα απομεινάρια μιας αμαρτωλής συνάντησης που δεν έγινε ποτέ. Έφερα γρήγορα τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα. Μάζεψα τα γυαλιά. Έως εκείνη τη στιγμή ήμουν καλά. Μέχρι που άρχισα να μαζεύω το κρασί με τη σφουγγαρίστρα. Τότε είδα το αντικείμενο του πόθου μου να χάνεται μέσα στα πλοκάμια της σφουγγαρίστρας. Και μετά στα βάθη του κουβά, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του μια σειρά από βρώμικες ιστορίες. Στην οποία δεν θα ήθελα να καταλήξει, το αντικείμενο του πόθου μου, η μικρή πολυτέλεια που αποφάσισα να μου χαρίσω. Εκείνη τη στιγμή λύγισα.
Και κάπου εκεί κατάλαβα, ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι για μένα.