Ένας άδοξος ήρωας, ιδιωτικών παθών. «Ένα σώμα ρε πούστη μου και τι στον κόσμο τώρα» σκεφτόταν. «Να με πάρει μαζί του στη φθορά και να μην ξανανοίξω τα μάτια»…
Η άλλη τον έπαιζε σαδιστικά. Η δυστυχία του στάλαζε μέσα της την ηδονή.
Κατηφόριζε ήδη τη Συγγρού χωρίς καμιά βεβαιότητα, μέσα στη θεαματική του αποτυχία. Ευχόταν ενδόμυχα να μπορούσε να επιστρέψει στη σύμβαση του ανδρόγυνου. Αλλά οι γέφυρες είχαν κοπεί προ πολλού.
Αιχμάλωτος στη μικρή διάρκεια των πραγμάτων, ένοιωσε αίφνης πως για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στην πραγματικότητα, έπρεπε σε κάτι να παραδοθεί.
Στην 4η είσοδο της Νέας Σμύρνης έκοψε ταχύτητα. Στεκόταν μια θεόρατη ξανθιά μέσα στο βραδυνό αγιάζι.
Πόσο πάει κούκλα μου; 60 ευρώ και το ξενοδοχείο του λέει κοφτά. Θα στα δώσω, της απαντά αποφασισμένος.
Και θα σου δώσω κι άλλα τόσα, αρκεί να με κάνεις να ξεχάσω τον εαυτό μου.
Τον κοίταξε με την ερημία όλου του κόσμου στο βλέμμα.
Κι ύστερα τον πήρε αγκαζέ και χάθηκαν στα στενά της Δοϊράνης…
Darko