Το γράμμα που έφτασε στο γραφείο του υπουργού περιείχε ένα δαχτυλίδι. Ήταν το οικογενειακό κειμήλιο του συγγραφέα o οποίος έγραψε: «Ο προπάππους μου ήρθε από τη Ρωσία στη Δανία κατά τη δεκαετία του 1860. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν ζητήθηκε από την προγιαγιά μου να παραδώσει τα τιμαλφή της όταν έφτασε στα σύνορα της Δανίας. Σκεπτόμενος εκείνους που θα υποφέρουν τώρα από αυτή την ταπεινωτική εμπειρία, σου στέλνω το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου.»
Ο συγγραφές θέλησε με τον τρόπο αυτό να εκφράσει τη συμπαράστασή του στους εκατοντάδες πρόσφυγες που διεκδικούν έναν αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης αλλά και να καταδικάσει την απόφαση των Αρχών για την αρπαγή των αντικειμένων.
Το νομοσχέδιο δίνει επισήμως τη δυνατότητα στην αστυνομία να προχωρά στην «κατάσχεση αγαθών που οι αιτούντες άσυλο μπορεί να έχουν μαζί τους για καλύπτεται το κόστος των αναγκών τους σε τροφή και στέγη».
Στην αρχική του μορφή, το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα έχουν δικαίωμα να φέρνουν μαζί τους και να κρατούν στην κατοχή χρήματα και αγαθά έως της αξίας των 3.000 κορόνων Δανίας (περίπου 400 ευρώ) και κοσμήματα συναισθηματικής αξίας για τους ίδιους. Οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που θα υπερέβαινε αυτή την αξία προβλεπόταν ότι θα κατάσχεται.
Το μέτρο δικαίως συγκρίθηκε με την κατάσχεση χρυσού και τιμαλφών των Εβραίων από τους Ναζί. Οι άδειες προσωρινής παραμονής περιορίζονται από πέντε στα δυο χρόνια για αυτούς που δικαιούνται υψηλότερου επιπέδου προστασίας, ρύθμιση που ανοίγει τον δρόμο για διακρίσεις των αιτούμενων ασύλου βάσει του χρώματος, της εθνικότητας, της θρησκείας ή ακόμη και των πολιτικών πεποιθήσεων τους. Οι πρόσφυγες θα είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι το κόστος μεταφοράς των μελών των οικογενειών τους που θα έρθουν στην χώρα.