ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Παρασκευή Β΄ Χαιρετισμών

Tweet
Share
Tweet
Share

Την κοίταζε λοξά, όπως είχε καθίσει σούρουπο Παρασκευής στη μπάρα και παράγγελνε βότκες με ταχύτητα ιλιγγιώδη.

«Ρε, που το βάζει τόσο αλκοόλ;», σκέφτηκε ξαφνικά με δέος. Κάθε τόσο, στην ήσυχη ατμόσφαιρα, έφτανε μέχρι τα αυτιά του, η βραχνή της ανάσα.

Όμορφα, μακρόστενα μάτια, μαύρα σαν θολό αίμα, χείλη λεπτά με παληό αλάτι στη γεύση και κατάμαυρα πυκνά μαλλιά που έστελναν αρώματα από ένα μακρυνό ουρανό, θηλυκής σκοτεινιάς και θανάσιμης ωραιότητας.

Έγειρε κι αυτός στο πλάϊ, ναυαγισμένος στο ποτήρι του, οριστικά αποσυνάγωγος από τη μαγεία των Χαιρετισμών και την ανοιξιάτικη ψύχρα των κήπων της πατρίδας του, που δεν ήταν γραφτό να την ξαναδεί ποτέ. Το είχε πάρει απόφαση πως θα πέθαινε όπως του άξιζε. Σαν ξένος. 

«Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας» τον κέντησε ξαφνικά, μια λυπημένη ριπή από τα παιδικά του χρόνια, τότε που στεκόταν σαν παράνομος σε μια κόγχη του ναού και άκουγε τα λόγια έκθαμβος και σχεδόν απορημένος για να μην τον βλέπει η μάνα του. 

Είχε βάλλει από νωρίς στο σημάδι, μια μποτίλια «Τζόνι» πίσω απ΄ το μπαρ κι ήδη την είχε φτάσει μέχρι τη μέση.

«Ωραία Πασχαλιά...» προεξόφλησε στυφά. Κι ύστερα παράγγειλε με την ίδια πάντοτε τελετουργική χειρονομία, ένα ακόμη ποτό, σαν να ετοιμαζόταν η ψυχή του για τα χείριστα.

Γιώργος Αρβανίτης

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman