Έγειρε κι αυτός στο πλάϊ, ναυαγισμένος στο ποτήρι του, οριστικά αποσυνάγωγος από τη μαγεία των Χαιρετισμών και την ανοιξιάτικη ψύχρα των κήπων της πατρίδας του, που δεν ήταν γραφτό να την ξαναδεί ποτέ. Το είχε πάρει απόφαση πως θα πέθαινε όπως του άξιζε. Σαν ξένος.
«Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας» τον κέντησε ξαφνικά, μια λυπημένη ριπή από τα παιδικά του χρόνια, τότε που στεκόταν σαν παράνομος σε μια κόγχη του ναού και άκουγε τα λόγια έκθαμβος και σχεδόν απορημένος για να μην τον βλέπει η μάνα του.
Είχε βάλλει από νωρίς στο σημάδι, μια μποτίλια «Τζόνι» πίσω απ΄ το μπαρ κι ήδη την είχε φτάσει μέχρι τη μέση.
«Ωραία Πασχαλιά...» προεξόφλησε στυφά. Κι ύστερα παράγγειλε με την ίδια πάντοτε τελετουργική χειρονομία, ένα ακόμη ποτό, σαν να ετοιμαζόταν η ψυχή του για τα χείριστα.
Γιώργος Αρβανίτης