Δεν το φιλοσοφούσε. Πίνει κανείς, απόλυτα, χωρίς μέτρο και συγκρατημό, αυτοτιμωρούμενος. Πληγώνει τον αέρα γύρω του και γελοιοποιεί τα ερείσματα αυτού του ύποπτου κόσμου, βυθισμένος στο αρνητικό του ταλέντο. Συγκατανεύοντας σε αυτό το μεγάλο τίποτε της ύπαρξης.
Ανακαλύπτει τότε, στην εκμηδένιση και στην αυτοκατάλυση, μια ευγενή δυνατότητα. Κι αποκαθιστά τη σχέση του με το χώρο μέσα από τη φθορά και την ατομική διάλυση. Σαν, να ξαναβαφτίζει το πένθος της ύπαρξης στην κολυμβήθρα της αυτοκαταστροφής. Ξέροντας, με άλλα λόγια, πώς να απελπίζεται και να απαλλάσσει την αφεντιά του από κάθε χλιαρή σχετικότητα.
«Μόνο ένας άντρας, εκ πεποιθήσεως αλήτης και λαθρόβιος, που τον τιμωρεί η σκέψη κι οι ηδονές του, μπορεί να πετάξει με τόση περιφρόνηση τις σάρκες του στα σκυλιά» σκέφτηκε ξαφνικά. «Να εκδικείται το μυαλό του και την ύπαρξή του την ίδια, βιρτουόζος της αυτοκαταστροφής, είτε με ευφυή, είτε με βλακώδη τρόπο».
Ανηφόριζε για το κέντρο από τη μεριά της Πλάκας και κοντοστάθηκε έξω από μια ταπεινή Εκκλησία. Ήταν η τέταρτη Παρασκευή των Χαιρετισμών και στο ημίφως, η γειτονιά του φάνηκε όμορφη.
«Χαίρε της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον», ερχόταν η φωνή ασθενικά από μέσα.
«Ο Θεός έχει τους εκλεκτούς του», σκέφτηκε χαμογελώντας στην ιδέα ότι οι ασωτείες του τον οδηγούνε στο χαμό και δεν έχει κανένα νόημα αυτό το ακατοίκητο σύμπαν χωρίς αμαρτίες.
Ανάμεσα στους αδιάφορους τουρίστες που τρώγανε σουβλάκια στην Αδριανού του σφηνώθηκε το τραγούδι.
Γιώργος Αρβανίτης