Πενήντα λεπτά ενοχής με ματιές αιμοβόρικες των γονιών μου και θυμωμένους αναστεναγμούς γεμάτους υπονοούμενα.
Που και που ο μπαμπάς, έριχνε κάτι μεγαλοπρεπή καντήλια- θεοσεβής άνθρωπος- σε κάποιους άλλους οδηγούς που τον προλάβαιναν στον δρόμο, μπαίνοντας απροειδοποίητα και χωρίς φλας στην μπροστινή θέση- αναιδείς κονομημένοι φλώροι σαν αυτούς που διαγούμησαν κοινοτικά προγράμματα και Πολιτιστικές Πρωτεύουσες και τώρα παριστάνουν και τους καμπόσους, φώναζε.
"Σαράντα Μνημόνια στην γκλάβα σας, το Χριστό σας ρε πούστηδες και λίγα σας είναι!"...
«Μην βρίζεις τον Χριστό ρε άνθρωπε, μέρα που΄ ναι!» προσπαθούσε να τον συνεφέρει η μαμά. Μάταιος κόπος.
Με τα πολλά φτάσαμε στα πρώτα διόδια. «Τρία εξήντα» του ανακοινώνει με αδιαπραγμάτευτη επισημότητα η μητέρα. «Α, τους κλέφτες! Έτσι μου΄ ρχεται να σηκώσω τη μπάρα και να φύγω» απείλησε πάλι μάταια ο μπαμπάς. Κάπως αναθαρρήσαμε κι εμείς, με τον αδελφό μου στριμωγμένοι με το σκυλί στο πίσω κάθισμα. Ήταν μια ένδειξη ότι αρχίζουν να συμφιλιώνονται μεταξύ τους. Ε, μετά μας πήρε ο δρόμος.
Αν εξαιρέσεις τις τσιρίδες της μάνας σε κάτι προσπεράσματα, όπου ο πατέρας το ρισκάρισε λίγο παραπάνω κι η ψυχή μας πήγε εδώ που τα λέμε στην Κούλουρη, το ταξίδι, κύλησε ομαλά.
Στην είσοδο της πόλης, γύρισε και ανακοίνωσε θριαμβευτικά: «σας έφερα όμως καλά, ε, δεν μπορείτε να πείτε!». Καλού- κακού συναινέσαμε όλοι, με ανακούφιση…
Οι μέρες στην πόλη κύλησαν ήρεμα- αν το δεις υπό κάποιο πρίσμα. Η μαμά ξαναβρήκε τις εύσωμες πλέον για να το πω κομψά κολλητές της από το Λύκειο, ο μπαμπάς, στεναχωρώντας την, μοναδική επιζήσασα από τον όλεθρο του βίου, γιαγιά που του είπε κάποια στιγμή «θα με πεθάνεις», εξαφανίστηκε από προσώπου γης, λες κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε κι εμείς γυρνάγαμε στην πόλη σαν ξένοι.
Ακόμα και στην Ανάσταση στο παρά πέντε ήρθε. Χαμογελαστός και μυρίζοντας αρώματα- καλά που η γιαγιά, του κράταγε έξτρα λαμπάδα και αυγό να τσουγκρίσουμε…
Όμως το Πάσχα ψήσαμε! Ο μπαμπάς κι ο αδερφός μου, φτιάξανε αρνί και κοκορέτσι! Ήρθαν και κάτι συμπεθέροι, εις ανάμνησιν παλαιών εποχών, μιας και οι παππούδες μας κοιτάζουν τώρα με περιέργεια μάλλον, από ψηλά και κάτι φίλοι από την Αθήνα, απρόβλεπτα, επ΄ ευκαιρία που ο ανηψιός τους σπούδαζε κάποτε, στην ωραία μας πόλη.
Ο χρυσαυγίτης γείτονας είχε βάλλει στο τέρμα κάτι απαίσια νεοδημοτικά κι εμάς μας ξύπνησε ο μπαμπάς νωρίς για να νοιώσουμε την παράδοση. Γυρίζαμε ανόρεχτα το αρνί, που δεν είχε καθόλου καλή γεύση, κι ένα αναιμικό κοκορέτσι. Σαν πλαστικό «ακουγόταν» κι εμείς την δύσκολη ώρα στο κινητό, δεν είχαμε καθόλου σήμα.
Παρόλα αυτά, κοιτώντας τον πατέρα μου να δείχνει μιαν ιδιαίτερη μέριμνα για τους άλλους που δεν την είχα ξαναδεί, μου φάνηκε για μια στιγμή ωραίος κι ένοιωσα πως δεν ήταν και τόσο άσχημα τα πράγματα.
Στον γυρισμό, όμως, είχαμε τα ίδια από την ανάποδη.
Άντε να βολέψεις πάλι τις αποσκευές, να κλειδώσεις το σπίτι και να αντιπαρέλθεις οικογενειακούς καυγάδες του τύπου, «τώρα θυμήθηκες να βάλλεις βενζίνη κι αέρα στα λάστιχα;». Πάτησε ο πατέρας τρεις αποχαιρετιστήριες κόρνες κλασσικά έξω απ΄ τα μνήματα. Εμείς δεν βολευόμασταν πίσω με τον αδερφό μου, τα πράγματα και το σκυλί. Ωστόσο, μέχρι να φτάσουμε στη Λάρισσα, για να είμαι επιεικής, τα είχαμε αφήσει όλα πίσω μας. Αφήσαμε και τον μπαμπά να οδηγεί στην μονότονη ευθεία, με την απαγόρευση του καπνίσματος, και λίγο-πολύ, ησυχάσαμε όλοι.
Αλλά, αυτό, διήρκεσε μέχρι τις παρυφές της Αττικής. Σημειωτόν μετά για κάνα δίωρο ώσπου να φτάσουμε ξανά στο αγαπημένο σπίτι. Ξεφορτώσαμε αμίλητοι- ο μπαμπάς κι ο αδερφός μου τα βαρειά αντικείμενα κι εμείς τα ψιλολόγια που είναι κάπως πιο κουραστικά.
Κλείνοντας πίσω μου το ασανσέρ άκουσα τον πατέρα μου να επαναλαμβάνει μια απειλή που ακούω από μικρό παιδί χωρίς αντίκρυσμα και να λέει στον έκπληκτο αδερφό μου: «αν ξαναπάω εγώ Πάσχα στο χωριό, εμένα να με χέσεις!»… Μακάρι αυτήν τη φορά να το εννοεί. Αλλά, φοβάμαι ότι μέχρι την επόμενη Πασχαλιά θα το΄ χει ξεχάσει...
Για την αντιγραφή: Γιώργος Αρβανίτης