Ο κόσμος που το μακρυνό 1974, βγήκε στο ιστορικό ξέφωτο με τα ρούχα του να καπνίζουν ακόμα από τις στάχτες της εφτάχρονης δικτατορίας, έχει προ καιρού αφήσει πίσω του την ιδέα ενός λαμπρού μέλλοντος.
Αν το δούμε στατιστικά, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, είναι η ομαλότερη πολιτική περίοδος που βίωσαν οι Έλληνες. Όμως, ακόμα κι αυτό στις μέρες μας ακούγεται σαν ευφημισμός, όταν μπροστά στα μάτια μας, συντελείται μια από τις μεγαλύτερες μαζικές καταστροφές εν καιρώ ειρήνης.
Η γιορτή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα, δεν προσφέρεται για τους συνήθεις ξύλινους πανηγυρικούς. Είναι ευκαιρία για περίσκεψη, όπως θα λέγανε οι νουνεχείς και για ομαδικές ασκήσεις απαισιοδοξίας.
Θα διατηρούσαμε τουλάχιστον έτσι την ψυχραιμία μας, μιας και οι εκπρόσωποι του ιδιότυπου διπολισμού, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στον οποίον μεταποιήθηκε ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός, κατάφεραν ακόμα και αυτήν την ημέρα να αντιπαρατεθούν «δι΄ ασήμαντον αφορμήν», δείχνοντας με απωθητική αμετροέπεια ότι επιμένουν να ζουν στο ιδιωτικό τους σύμπαν.
Τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα χωρίς καμία δημοκρατική οργάνωση, αποθέωσαν μεταπολιτευτικά την ενός ανδρός αρχή. Στηριγμένα στην απόλυτη ανοχή του «κυρίαρχου λαού», του οποίου ισχυρές ομάδες πίεσης συναρθρωμένες γύρω από το Δημόσιο, απέκτησαν τα ελεεινά χαρακτηριστικά μιας πλαδαρής μάζας «παρτάκηδων», επέβαλαν το παρασιτικό μοντέλο που μας οδήγησε στην απόλυτη χρεοκοπία και τη βαθειά παρακμή.
Επιχειρηματικότητα που στήθηκε στην θαλπωρή του κράτους για αμφίβολης ποιότητας και απόδοσης δημόσια έργα, αβασάνιστος δανεισμός για πρόωρες συντάξεις και εφάπαξ στην κομματική πελατεία της δημοσιοϋπαλληλίας που έγιναν αμέριμνη σπατάλη, κοινωνία πολιτισμικά καθυστερημένη και βυθισμένη σε πλάνες και βαθειές αντιφάσεις, άθυρμα του πολιτισμού της κατανάλωσης που σάρωσε στο τέλος τη χώρα και έκανε έναν λαό σε μόλις μισόν αιώνα να το γυρίσει από τη φτώχεια στο δήθεν.
Όλα φωνάζουν ότι το πολιτικό σύστημα που με την άμεση δική μας συνέργεια, μας έφερε ως εδώ, όχι επειδή μαζί τα φάγαμε, αλλά επειδή εμείς το στηρίξαμε με μικροανταλλάγματα, δεν μπορεί να βρει την έξοδο κινδύνου.
Το Κοινοβούλιο, απαξιωμένο από καιρό, εξαντλείται στις κλίμακες μιας εκκωφαντικής ευήθειας, τα πολιτικά κόμματα, μηδενός εξαιρουμένου, ανεμίζουν σημαίες λαϊκισμού ομφαλοσκοπώντας, η μεροληπτική Δικαιοσύνη ως συνήθως αργεί για τους ισχυρούς, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως και ο χώρος της Άμυνας και της Υγείας έγιναν θερμοκήπια σκανδάλων και κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος, ο συνδικαλισμός εκφυλλίστηκε σε Πρυτανείο για επαγγελματίες οκνηρούς, ένα είδος δημοσιογραφίας, για να μην την αφήσουμε παραπονεμένη, εξέπεσε παρέα με την Πολιτική, τα Πανεπιστήμια από λίκνα της γνώσης, μετατράπηκαν, με εξαιρέσεις πάντα, σε πεδίο λυσσαλέων αγώνων νομής κοινοτικών προγραμμάτων και ισχύος μεταξύ συντεχνιών, το Δημόσιο δεν μπορεί να συμμαζέψει την σπατάλη του, η χώρα δεν διαθέτει καν εθνικό χωροταξικό σχέδιο και κτηματολόγιο, ούτε και πολιτική διαχείρισης των πολύτιμων υδάτινων πόρων, οι φτωχότεροι εξαθλιώνονται, η γραφειοκρατία τιμωρεί την υγιή επιχειρηματικότητα, ένα βαρύ αίσθημα αδικίας πνίγει όσους προσπαθούν να τηρούν γραπτούς και άγραφους κανόνες, κανείς δεν κάνει τίποτε για τους ανέργους που συγκροτούν μια πηχτή και σκοτεινή, άφωνη μάζα, όπως κανείς δεν νοιάζεται για τους φίλεργους δασκάλους και γιατρούς που κρατάνε ακόμα όρθια την Εκπαίδευση και τα καταρρέοντα νοσοκομεία, τα νιάτα εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα για μια θέση στα ξένα ορυχεία της μισθωτής εργασίας, τα κονδύλια για την έρευνα είναι αστεία, οι φόροι γονατίζουν πια και τους τελευταίους συνεπείς, την ώρα που η ακμάζουσα φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο-αποτέλεσμα σαφούς πολιτικής επιλογής και όχι ανεπάρκειας- μας γνέφουν κατάστηθα με αναίδεια.
Αυτά τα ενδεικτικά, είναι δείγματα μιας κοινωνίας που βολοδέρνει ασύντακτη και χωρίς πυξίδα στα σκοτεινά και απειλητικά νερά των καιρών και αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των συλλογικών προσδοκιών, επειδή δεν υπάρχει κανένα σχέδιο εξόδου από τη δεινή κρίση, αλλά και επειδή εθισμένη να λειτουργεί δι΄ αναθέσεως, δυσκολεύεται τώρα που επείγει, να αρθρώσει συλλογικά αιτήματα. Φαίνεται πως έχουμε χρεοκοπήσει μαζί με τους πολιτικούς που στέλναμε στη Βουλή.
Μετά από τρία θανατηφόρα Μνημόνια, το…όραμα που προτείνει μηχανικά και με κουραστική περιοδικότητα, μην έχοντας τίποτε σοβαρότερο να κάνει- εντάξει είναι και ο τρόπος εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας…- η εγχώρια πολιτική ελίτ, είναι η διαβόητη «έξοδος στις αγορές», προς άγραν, τουτέστιν και νέων δανεικών και όχι κάποιο συγκροτημένο σχέδιο για παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας.
Στην 5η δεκαετία από το ΄74, η Ελλάδα είναι μια χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, όπως ήταν πάντα δηλαδή, μόνο που τώρα τελείωσαν οι επινοήσεις και τα προσχήματα… Μια ασήμαντη επαρχία που περιφέρει ασκόπως και αμφίθυμα τα ράκη της, κλαυθμηρίζοντας ενοχλητικά και χωρίς αξιοπρέπεια έξω από την ευρωπαϊκή εξώπορτα, σαν ανεπιθύμητος παρίας.
Ίσως μια λύση θα ήταν να επινοήσουμε εξαρχής αυτήν τη χώρα ανακαλώντας παληές κοινοτικές αξίες με την έγερση ενός νέου πατριωτισμού. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί, για όσον καιρό τουλάχιστον δεν καθόμαστε να συζητήσουμε χωρίς θυμό, τι πήγε τόσο στραβά και βρεθήκαμε σε αυτήν την απερίγραπτη κατάντια…