“Άνοιξη παρά τέταρτο! Δύο νέοι κοιτάζονται στα μάτια
και κανείς τους δεν κατεβάζει τα βλέφαρα.
Το αίμα μέσα στις φλέβες παίρνει έναν καινούριο δρόμο,
αλλάζουνοι φωνές των αγοριών,
τα στήθια των κοριτσιών σκληραίνουν
και το μακρινό παθητικό τραγούδι της αγάπης
τρέμει παραστρατημένο στις κυανές ανταύγειες ενός μισοξυπνημένου ορίζοντα…
Άνοιξη παρά τέταρτο!
Σε λίγο, πίσω από τις μάντρες, στα έρημα οικόπεδα,
οι ξινήθρες κι οι τσοκνίδες θα δώσουνε μια γροθιά στις καταλασπωμένες πέτρες
και μεσ’ απ’ τα σπασμένα γυαλιά και τις αναποδογυρισμένες τρύπιες λεκάνες,
νικώντας τα στερνά σκουπιδομαζώματα,
θ’ ανατείλει γυμνή στην αιχμή της αχτίδας της η πρώτη μαργαρίτα της τύχης.
Λοξά, και στο πείσμα του ανέμου, που γι’ αλλού ταξίδευε το σπόρο της,
θα μπουκάρει μεσ’ από δυο σκιστές μαλτεζόπετρες
να σαλέψει κάτω απ’ τα ρουθούνια της χειμωνιάς
το κόκκινο μπαϊράκι της η φανατικιά παπαρούνα.
Και τα κορίτσια, τα μικρά κορίτσια,
σκύβοντας μια στιγμή να δέσουν τα καινούρια σαντάλια τους,
θα δούνε άξαφνα όλο τον κόσμο να γέρνει
και να παίρνει τη θέση της απογείωσης αεροπλάνου που ανεβαίνει όσο που να χαθεί
ολότελα στον άτρεμον αιθέρα…”.
- Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδ. Ίκαρος