ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κεν Λόουτς: Άμα θέλει ο εργάτης, μπορεί να κλείσει τον διακόπτη και να σταματήσουν όλα

Tweet
Share
Tweet
Share

Ο 88χρονος –σε λίγες εβδομάδες - σκηνοθέτης μιλά στο Jacobin και τον Ed Rampell για τη διαφορά μεταξύ του Hollywood και του σινεμά που συνομιλεί με τον καθημερινό άνθρωπο και αγωνιστή. Η συνέντευξη στα ελληνικά από το penna.gr.

Από το 1966 και το τηλεοπτικό δράμα του BBC «Cathy Come Home» που κατάφερε να φέρει αλλαγές στη νομοθεσία της Αγγλίας για τους αστέγους, ο Κεν Λόουτς, γιος ενός ηλεκτρολόγου, γυρίζει ταινίες με καθημερινούς, φυσιολογικούς χαρακτήρες. Ανθρώπους που αντιμετωπίζουν άδικα, σκληρά καπιταλιστικά συστήματα - από την εργατική τάξη στη Βρετανία μέχρι τον πόλεμο του Κόντρα στη Νικαράγουα και τις ιρλανδικές εξεγέρσεις, από την εκστρατεία οργάνωσης του συνδικάτου «Δικαιοσύνη για τους επιστάτες» στο Λος Άντζελες μέχρι τις μυστικές επιχειρήσεις στο Μπέλφαστ - καθώς και ντοκιμαντέρ όπως το «In Conversation with Jeremy Corbyn» του 2016, για τον αριστερό ηγέτη του Εργατικού Κόμματος.

Το The Old Oak («Η Τελευταία Παμπ» ήταν ο τίτλος με τον οποίο προβλήθηκε στα ελληνικά σινεμά) είναι η πιο πρόσφατη αλλά και τελευταία ταινία του σοσιαλιστή σκηνοθέτη για τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων, καθώς τον προσεχή Ιούνιο κλείνει τα ογδόντα οκτώ του χρόνια.

Η σταδιοδρομία του είναι γεμάτη από διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν δύο βραβεία Χρυσού Φοίνικα (το υψηλότερο βραβείο που απονέμεται σε ταινίες που διαγωνίζονται στο Φεστιβάλ των Καννών), τρία βραβεία Σεζάρ (τα μεγαλύτερα γαλλικά κινηματογραφικά βραβεία, αντίστοιχα με τα αμερικανικά Όσκαρ) και τρία βραβεία BAFTA ( τα Βραβεία Κινηματογράφου της Βρετανικής Ακαδημίας) - με τον ίδιο πάντως να αρνείται το μετάλλιο του Αξιωματικού του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με το οποίο θέλησαν να τον τιμήσουν το 1977. Ο ιστορικός του κινηματογράφου Ντέιβιντ Τόμσον έχει γράψει χαρακτηριστικά: «Με την αφοσίωση και τη σοβαρότητά του, είναι μια υποδειγματική προσωπικότητα».

Σημαντικότερο ωστόσο από τους τίτλους τιμής είναι ότι ο λόγος και τα έργα του λειτουργούν ως πυξίδα για την κοινωνία και τον κινηματογράφο με συνέπεια δεκαετιών. Είναι ο σοφός σκηνοθέτης του καιρού μας. Ο τελευταίος των μοϊκανών.

kenloach2

Πείτε μας για το The Old Oak και τι σας ώθησε να σκηνοθετήσετε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Είχαμε κάνει δύο ταινίες στη Βορειοανατολική Αγγλία. Η μία [I, Daniel Blake, 2016] αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο οι ευάλωτοι άνθρωποι στερούνται την οικονομική στήριξη που δικαιούνται από ένα κράτος που θεωρεί τη φτώχεια ως έναν τρόπο να πειθαρχεί η εργατική τάξη. Η δεύτερη ταινία [Sorry We Missed You, 2019] αφορούσε την ανασφάλεια της εργασίας, τη gig economy. Δεν έχεις καμία εργασιακή ασφάλεια, θεωρείσαι ανεξάρτητος μισθωτός, ενώ στην πραγματικότητα είσαι εργαζόμενος με μόνιμη σχέση εργασίας- αλλά δεν έχεις τα δικαιώματα του μόνιμου εργαζόμενου και στην πραγματικότητα δεν έχεις καθόλου δικαιώματα στην εργασία σου. Η ταινία καταπιανόταν με τις συνέπειες που έχει το παραπάνω φαινόμενο στην οικογενειακή ζωή.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εν λόγω περιοχής είναι ότι έχει ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα και μια πολύ ισχυρή κουλτούρα της εργατικής τάξης.

Βασίζεται στις παλιές βιομηχανίες - όπως η ναυπηγοεπισκευή, ο χάλυβας και η εξόρυξη άνθρακα. Και όλες έχουν εξαφανιστεί, όλες έχουν κλείσει. Τα χωριά αποτελούν πολύ ενδεικτικά, απτά παραδείγματα του τι συμβαίνει και των συνεπειών του νεοφιλελευθερισμού. Τίποτα δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στις ιδιωτικές εταιρείες που αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Έτσι, δεν μπορούν να ανεχτούν ούτε τα ισχυρά συνδικάτα, ούτε τις ισχυρές οργανώσεις, ούτε την αντίσταση των εργαζομένων και τα αιτήματα για καλύτερους μισθούς, γιατί αυτό εμποδίζει τα κέρδη και τον ανταγωνισμό.

Είχαμε νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις από τη δεκαετία του '80. Και τα δύο κόμματα είναι πλέον νεοφιλελεύθερα κόμματα, τόσο το Συντηρητικό όσο και κι εκείνο που υποτίθεται ότι είναι το Εργατικό, το οποίο στην πραγματικότητα είναι επίσης ένα δεξιό κόμμα. Είναι λίγο σαν τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς στις Η.Π.Α. Εφαρμόζουν εκ περιτροπής τις ίδιες οικονομικές πολιτικές. Και βλέπουμε να υπάρχουν οι ίδιες συνέπειες.

Το ορυχείο, τα σπίτια γύρω από αυτό, η εκκλησία, η υπηρεσία πρόνοιας των ανθρακωρύχων, η παμπ, το σχολείο, ο γιατρός, όταν το ορυχείο κλείσει, όλα κλείνουν μαζί του. Οι άνθρωποι όμως παραμένουν ακόμα εκεί και μένουν εγκαταλελειμμένοι. Θέλαμε να αφηγηθούμε αυτή την ιστορία, αλλά χρειαζόμασταν έναν καταλύτη που θα την αποκάλυπτε. Και ο Πολ [Λάβερτι] άκουσε για την ιστορία της άφιξης των Σύρων προσφύγων από τον πόλεμο. Τους έστειλαν εκεί για να μη φαίνονται. Ο δεξιός Τύπος δεν θα διαμαρτύρονταν γι' αυτούς όλη την ώρα- είναι εκτός οπτικού πεδίου, κανείς δεν πηγαίνει εκεί - οπότε δεν έχουν λόγο να το κάνουν. Είναι άνθρωποι που έρχονται, έχουν υποστεί το τραύμα του πολέμου, δεν έχουν τίποτα άλλο παρά μια βαλίτσα και ό,τι φοράνε. Κι οι ντόπιοι όμως έχουν πολύ λίγα. Μπορούν οι δύο κοινότητες να ζήσουν μαζί;

Οι ντόπιοι, πολλοί από αυτούς είναι πικραμένοι και θυμωμένοι με αυτό που συνέβη στο χωριό τους, το οποίο ήταν μια ακμάζουσα, ισχυρή κοινότητα. Τώρα είναι άδειο. Παράλληλα με αυτό υπάρχει η παλιά παράδοση των ανθρακωρύχων, η οποία είναι η αλληλεγγύη, ο διεθνισμός. Όταν έγινε η μεγάλη απεργία [το 1984], πήγαν σε άλλες χώρες και άνθρωποι από άλλες χώρες ήρθαν στις δικές τους, και τους έβαλαν να μείνουν. Μεγάλη φιλοξενία. Τι συνέβη με αυτό; Παραμένει ακόμη ζωντανή αυτή η παράδοση; Ή κυριαρχεί η πικρία, ο θυμός και η μνησικακία; Ποια από αυτές τις δύο τάσεις θα νικήσει; Στο μεταξύ οι Σύριοι, δεν μιλούν τη γλώσσα, δεν έχουν τίποτα. Οπότε, μπορούν να ζήσουν μαζί; Ή θα νικήσει τελικά η δυσαρέσκεια;

Το Χόλιγουντ έχει μια τόσο διαφορετική κουλτούρα, έναν τόσο διαφορετικό τρόπο που βλέπει τον κινηματογράφο. Υπάρχει κάτι εγγενώς εχθρικό στην έκφραση της κουλτούρας της εργατικής τάξης. Το Χόλιγουντ έχει να κάνει με την ανάδειξη διάσημων προσώπων, τη δημιουργία ενός star system. Τα πάντα αφορούν τη δημιουργία φήμης και ανθρώπων που θα θαυμάζεις λατρεύεις. Είναι κάτι που λειτουργεί ενάντια στην αξιοπιστία, επειδή παρακολουθείς μια σπουδαία ερμηνεία, αλλά έχεις στο μυαλό σου τις προηγούμενες ερμηνείες του ηθοποιού σταρ. Έτσι, προφανώς, έχουν γυριστεί σπουδαίες ταινίες, φαινομενικά για την κατάσταση της εργατικής τάξης. Αλλά η ουσία του κινηματογράφου του Χόλιγουντ είναι αντίθετη με την πραγματική εμπειρία των ανθρώπων της εργατικής τάξης.

Όσον αφορά το καστ της ταινίας The Old Oak, έχετε πει ότι «οι Σύριοι στην ταινία θα πρέπει να είναι αυτοί που έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή». Σχεδόν όλοι οι Σύριοι στο Oak είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους από τους Άγγλους ντόπιους. Πώς εμπνευστήκατε μία τέτοια προσέγγιση;

Προέρχεται κυρίως από την απλή συναναστροφή με τους ανθρώπους: Παρατηρώντας τους ανθρώπους, συμμετέχοντας στις ίδιες οργανώσεις, συναντήσεις, καμπάνιες, νοιαζόμενος για τα ίδια πράγματα, βρισκόμενος δίπλα τους και συμμετέχοντας σε πικετοφορίες. Ακούγοντάς τους - ακούγοντάς τους, πάνω απ' όλα. Και να θυμάσαι την ιστορία της δικής σου οικογένειας. Ο πατέρας μου προερχόταν από μεγάλη οικογένεια ανθρακωρύχων. Αν και εργαζόταν σε εργοστάσιο, τα μέλη της οικογένειάς του ήταν όλοι ανθρακωρύχοι. Πρέπει να αισθάνεσαι μέρος αυτής της κουλτούρας, ή πολύ κοντά σε αυτήν. Δεν είμαστε ανθρωπολόγοι που θα πάμε να εξετάσουμε ένα άλλο είδος. Είμαστε στην πραγματικότητα μέρος του, όσο μπορεί κανείς να είναι. Αισθάνομαι πολύ κοντά του.

Κινηματογραφικά, οι Ιταλοί νεορεαλιστές, αυτό που έκαναν ήταν να πουν ότι οι ιστορίες της εργατικής τάξης είναι θέματα που δεν θα ήταν μεμπτό να απασχολούν ταινίες. Είπαν ότι είναι εντάξει να πηγαίνεις στον κινηματογράφο και να περιμένεις να δεις ιστορίες της εργατικής τάξης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Αλλά οι ταινίες που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου ήταν οι ταινίες του τσεχικού Νέου Κύματος του Miloš Forman, του Jiří Menzel και άλλων σκηνοθετών όπως εκείνοι. Απολάμβαναν την ανθρώπινη κωμωδία, τους δεσμούς, τις σχέσεις, την αλληλεπίδραση και απλά την παρέα των ανθρώπων. Προσέφεραν μια τεράστια απόλαυση στις ταινίες. Αυτή η αίσθηση της κάμερας ως παρατηρητή. Ο τρόπος που γυρίζονταν, ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τα φώτα, απλά η ζεστή ανθρωπιά τους ήταν πολύ ξεχωριστή. Έτσι, αυτές οι ταινίες είναι αυτές με τις οποίες συνδέομαι περισσότερο.

Καταπιάνεστε μ' ένα από τα πιο σημαντικά θέματα που απασχολούν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη: τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα του The Old Oak.

Οι μετανάστες δεν είχαν κανέναν έλεγχο για το πού πήγαιναν. Τους έλεγαν απλώς ότι εδώ θα ζήσετε, εδώ θα μείνετε, και τους έδιναν σπίτια. Και τους δόθηκαν σπίτια σε αυτή την περιοχή επειδή τα σπίτια ήταν φθηνά. Ο κόσμος έφυγε, δεν υπάρχει δουλειά. Έτσι τους έβαλαν σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχε δουλειά, πολύ λίγες υποδομές, τα σχολεία είχαν υποστεί περικοπές, ήταν ήδη υπό πίεση. Οι γιατροί βρίσκονταν υπό πίεση επίσης επειδή κάποια ιατρεία είχαν κλείσει. Στη συνέχεια, είχαν επιπλέον απαιτήσεις για τους μετανάστες που δεν μιλούσαν αγγλικά - και πολύ λίγη υποστήριξη. Οι τοπικές αρχές είχαν προειδοποιηθεί πολύ λίγο, επειδή δεν υπήρχε μεγάλη διαβούλευση.

Το άλλο πρόβλημα είναι ότι όταν οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα, όπως οι άνθρωποι σε αυτά τα χωριά, θυμώνουν, νιώθουν αποξενωμένοι, ότι κανείς δεν νοιάζεται για εμάς, και μέσα από αυτόν τον θυμό βγαίνει η αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου, κάποιου για να κατηγορήσεις. Τότε είναι που μπορεί να εμφανιστεί ο ρατσισμός. Τα παιδιά μας δεν εκπαιδεύονται σωστά - άρα φταίνε τα παιδιά των προσφύγων. Δεν μπορούμε να μπούμε στο γιατρό -  άρα φταίνε οι πρόσφυγες και δεν τους θέλουμε εδώ. Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ο ρατσισμός. Ξεκινάει με ένα δικαιολογημένο παράπονο. Δεν έχουμε τίποτα, δεν έχουμε τίποτα να μοιραστούμε. Είναι λάθος που τους έβαλαν εδώ, όταν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, χωρίς επιπλέον βοήθεια. Ένα δικαιολογημένο παράπονο, που μετατρέπεται σε ρατσισμό.

Το Old Oak οδηγεί σε ένα μεγάλο φινάλε. Βλέπετε την παρέλαση, την πορεία των ανθρακωρύχων, ως την εναλλακτική λύση σε αυτόν τον ρατσισμό, αυτόν τον διαχωρισμό;

Λοιπόν, ναι. Πρόκειται για μια πραγματική παρέλαση που συμβαίνει σε εκείνη την περιοχή [Durham]. Είναι η μεγαλύτερη διαδήλωση στη χώρα για τη δύναμη της εργατικής τάξης. Υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, διαφορετικά συνδικάτα από όλη τη χώρα. Είναι μια μαζική επίδειξη της οργανωμένης δύναμης της εργατικής τάξης - που αγνοείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ποτέ δεν αναφέρεται, φυσικά. Αλλά είναι ένα μεγάλο [ετήσιο] γεγονός.

Το πραγματικό τέλος της ταινίας είναι η συνειδητοποίηση του T. J. (βασικού ήρωα της ταινίας) ότι όλη η δουλειά που έκαναν για να φέρουν τους ανθρώπους κοντά δεν πήγε χαμένη - παρόλο που δεν έχουν πια, ή προς το παρόν, το πίσω δωμάτιο [στην παμπ] όπου μπορούν να τρώνε μαζί. Θα βρουν έναν άλλο τρόπο. Αλλά η σύνδεση που έγινε δεν πήγε χαμένη.

Τι γράφει στα αραβικά στο κάτω μέρος του πανό;

Είναι οι αγγλικές λέξεις που βλέπουμε στην κορυφή του: «Αλληλεγγύη» και «Αντίσταση».

Στη μετά-[Μάργκαρετ] Θάτσερ εποχή, υπήρξε μια τάση βρετανικών ταινιών που είχαν αντίθετο χαρακτήρα από την αλληλεγγύη που εξυμνείτε σε ταινίες όπως το The Old Oak. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Brassed Off του 1996, το The Fully Monty του 1997, το Billy Elliot του 2000, το Kinky Boots του 2005 και ενδεχομένως το Little Voice του 1998 και το Calendar Girls του 2003.

Αυτές οι ταινίες έθεταν την ιδέα ότι για να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, αντί της μαχητικής αντίστασης και της οργάνωσης ή της συμμετοχής σε συλλογικούς αγώνες, οι εργαζόμενοι έπρεπε να βασιστούν στην ανάπτυξη νέων ταλέντων προκειμένου να προχωρήσουν στη βρετανική κοινωνία. Τι γνώμη έχετε για αυτή τη μόδα των ταινιών μετά τη Θάτσερ;

Δεν θα έκανα κριτική σε άλλες ταινίες. Είναι αρκετά δύσκολο να γυρίσεις μια ταινία χωρίς να την κριτικάρει κάποιος άλλος. Αλλά νομίζω ότι ο κίνδυνος είναι ότι μπορεί να γίνουν συναισθηματικοί. Το Fully Monty, κατά κάποιον τρόπο, έχει να κάνει με την ταπείνωση. Είναι εξειδικευμένοι άντρες της εργατικής τάξης και το να αναγκάζεσαι να βγάζεις τα ρούχα σου για χρήματα είναι ταπεινωτικό. Φυσικά, υπάρχει πολλή κωμωδία και η κωμωδία μπορεί να υπερκαλύψει την ταπείνωση. Αλλά η ουσία είναι πώς οι αξιοπρεπείς, ειδικευμένοι εργαζόμενοι ταπεινώνονται. Αυτή ήταν η ιστορία που μας μεταφέρθηκε. Φυσικά, όλοι απολαμβάνουν ένα καλό γέλιο, και ο κίνδυνος είναι τα γέλια να υπερκαλύψουν την αναγκαστική ταπείνωση που έχουν περάσει.

Το σημαντικό είναι, και αυτό συχνά διαφεύγει από τον κόσμο, ότι η εργατική τάξη είναι ισχυρή. Οι εργαζόμενοι μπορούν να κλείσουν το διακόπτη και όλα σταματούν. Καμία μεταφορά, καμία παραγωγή, τίποτα δεν πηγαίνει στα καταστήματα, τίποτα δεν πωλείται, τίποτα δεν διανέμεται. Ολόκληρη η οικονομία μπορεί να σταματήσει. Η εργατική τάξη έχει αυτή τη δύναμη. Οι εκμεταλλευτές δεν έχουν αυτή τη δύναμη. Το μόνο από το οποίο ζουν είναι το κέρδος που αποσπούν από άλλους ανθρώπους. Αν δεν είσαι πολιτικός δεν το βλέπεις αυτό- βλέπεις μόνο την επιφάνεια. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι αν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή, αυτή θα προέλθει από την εργατική τάξη. Δεν θα έρθει από τους τραπεζίτες, τους υπερπλούσιους, τους φορολογικούς παραδείσους, θα έρθει από την εργατική τάξη. Γιατί αυτοί έχουν την ανάγκη για αλλαγή. Και δεύτερον, έχουν τη δύναμη να αλλάξουν. Μέχρι να καταφέρουμε να το οργανώσουμε αυτό, τότε θα χάσουμε. Αλλά εμείς έχουμε τη δύναμη. Αυτό είναι που διαφεύγει από πολλούς ανθρώπους.

Πώς θα περιγράφατε τις δικές σας πολιτικές πεποιθήσεις;

Η κρίσιμη περίοδος για μένα ήταν η δεκαετία του 1960. Ήταν η εποχή που άρχισα να σκέφτομαι τον κινηματογράφο και που έκανα ταινίες για κοινωνικά ζητήματα. Μια ομάδα από εμάς άρχισε να σκέφτεται, ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των καταστάσεων; Η έλλειψη στέγης, η φτώχεια, η έλλειψη επιλογών; Γιατί οι άνθρωποι ζουν με τόσο λίγα, όταν ο πλούτος είναι τόσο άφθονος; Εκείνη την εποχή ξεκίνησε ένα ολόκληρο κίνημα της Νέας Αριστεράς και ένα από τα βασικά συνθήματα ήταν: «Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Μόσχα». Με άλλα λόγια, αντιτασσόμαστε τόσο στον καπιταλισμό της Δύσης όσο και στον σταλινισμό της Ανατολής. Προφανώς, η ιστορία των όσων συνέβησαν στη Ρωσία ήταν πολύ σημαντική, και ο αγώνας με τον [Ιωσήφ] Στάλιν και τον [Λέων] Τρότσκι ήταν σημαντικός, και τα κινήματα που προέκυψαν από αυτό, τα αντισταλινικά κινήματα.

Αν προέκυψε μια κατευθυντήρια αρχή, αυτή ήταν η ουσιαστική ταξική σύγκρουση στην καρδιά όλων των κοινωνιών μας, η οποία είναι η πάλη μεταξύ εκείνων που πωλούν την εργασία τους και εκείνων που επωφελούνται από αυτήν. Αυτή η σύγκρουση είναι ασυμβίβαστη. Έχουν άμεσα αντίθετα συμφέροντα. Μόλις το δεις αυτό, τότε όλα γίνονται τόσο ξεκάθαρα. Το έχω δει στις επόμενες δεκαετίες - η Μάργκαρετ Θάτσερ το κατάλαβε καλύτερα από τον καθένα. Για να πετύχει ο καπιταλισμός, η εργατική τάξη πρέπει να πληρώσει το τίμημα. Να αποδυναμώσει τα συνδικάτα, να μειώσει τους μισθούς, να κλείσει τα εργοστάσια, να προκαλέσει μαζική ανεργία, να κάνει τους ανθρώπους να ανταγωνίζονται για τις δουλειές, γιατί αυτό τους κάνει πιο πειθαρχημένους, να εφαρμόσει αντισυνδικαλιστικούς νόμους, να νικήσει τους απεργούς στις αντιπαραθέσεις. Και είναι ενδιαφέρον ότι το Εργατικό Κόμμα και οι συνδικαλιστικοί ηγέτες ήταν αυτοί που συνέπραξαν σε αυτό, επειδή είναι σοσιαλδημοκράτες και πιστεύουν και αυτοί στον καπιταλισμό.

Έτσι, μια πολιτική ανάλυση που ξεκινά από αυτή την ουσιαστική ταξική σύγκρουση, αυτή είναι για μένα ο χάρτης και η πυξίδα της πολιτικής. Πολύ απλό, αλλά τόσο ξεκάθαρο.

Πιστεύετε ότι η εναλλακτική λύση θα ανήκε σε κάποια μορφή σοσιαλιστικής δημοκρατίας;

Λοιπόν, ναι. Και τότε οι δύο λέξεις θα είναι διακριτές. Αλλά πρώτα απ' όλα, πρέπει να οργανωθείς, να έχεις μια ηγεσία με αρχές, να έχεις μια επιδέξια ηγεσία που να καταλαβαίνει όχι μόνο τις αρχές, αλλά και τις τακτικές, και να μπορεί να καθοδηγήσει το δρόμο μέσα από το τέλμα του σεχταρισμού στην Αριστερά - ξέρεις, όλα τα εγώ, τις ματαιοδοξίες, τους επίδοξους ηγέτες - και να ενώσει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.

Πώς είναι η συνεργασία με τον Πολ Λάβερτι, σεναριογράφο του The Old Oak και συνοδοιπόρο σας για τριάντα και πλέον χρόνια;

Πρέπει να πω, πρώτα απ' όλα, ότι οι χαρακτήρες είναι του Πολ - του συγγραφέα. Έχουμε πραγματικά μια ισότιμη συνεργασία. Ο Πολ ξεκινάει από μια λευκή κόλλα χαρτί. Οι χαρακτήρες και οι ιστορίες είναι δικές του, οπότε δεν πρέπει να παίρνω τα εύσημα για τη δουλειά κάποιου άλλου. Είναι λαμπρός, σπουδαίος φίλος και σύντροφος- δουλεύουμε μαζί εδώ και τριάντα χρόνια. Ο σκηνοθέτης παίρνει όλη την προσοχή και οι συγγραφείς συχνά ξεχνιούνται. Πρέπει πραγματικά να αποδώσω τα εύσημα στον Πολ, είναι σπουδαίος φίλος και λαμπρός συγγραφέας.

Λέγεται ότι το The Old Oak είναι η τελευταία σας μεγάλου μήκους ταινία. Τι θα κάνετε τώρα; Τι θα ακολουθήσει για τον Κεν Λόουτς;

Λοιπόν, δεν ξέρω. Η ζωή είναι πολύ γεμάτη. Υπάρχουν τόσες πολλές συναντήσεις, καμπάνιες - όπως, χάρηκα που σας γνώρισα, ο κόσμος θέλει πολύ να μιλάει. Οπότε αυτό είναι καλό. Συμβαίνουν πολλά πράγματα, που μπορώ να γεμίσω το σημειωματάριό μου τρεις φορές...

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Προηγούμενο θέμα Επόμενο θέμα

Προσθήκη σχολίου

Premium Penna Reporter Mamamia CityWoman