Η ώρα έχει πάει 1 τα μεσάνυχτα. Ο χρόνος από τη λήξη του τελικού έχει κυλήσει σα νερό. Οικογένειες και παρέες που μοιράζονταν νωρίτερα τον καναπέ μπροστά από την τηλεόραση, βρίσκονται πλέον ακροβολισμένες στα καθίσματα του αυτοκινήτου.
Η Κηφισίας είναι γεμάτη. Το μποτιλιάρισμα οδηγεί στην Αλεξάνδρας. Οι κόρνες χτυπούν ρυθμικά. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούν τον ύμνο μέσα στο αυτοκίνητο. Το εμβληματικό σφύριγμα ακούγεται από τ' ανοιχτά παράθυρα κι από τα βάθη της ιστορίας. Σύλλογος μεγάλος... Η χαρά έβγαλε τον κόσμο έξω στον δρόμο.
Τι κι αν σε λίγες ώρες είχαν να πάνε για δουλειά. Η χαρά ήταν τόση που ο κόσμος έκλεινε την πόρτα του σπιτιού και δεν κοίταζε πίσω στην κρεβατοκάμαρα τον ύπνο που έχανε.
Η απόφαση σε μεγάλο βαθμό ήταν αυθόρμητη κι αυτό φάνηκε απ’ την ποικιλία των ανθρώπων που βρέθηκαν έξω από το γήπεδο της Αλεξάνδρας και στην Ομόνοια. Ακόμη κι εκείνοι που πήγαιναν μόνοι αισθάνονταν την άνεση να σταθούν δίπλα σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν και να γιορτάσουν.
Η ανάγκη για μια μεγάλη χαρά, μέσα σε μια καθημερινότητα που δεν μπορεί εύκολα να την παράξει, είναι έκδηλη.
Απέναντι όμως σε αυτή την εικόνα, που δεν έχει τίποτα το απειλητικό, ακόμη και τα συνθήματα κατά του Ολυμπιακού ήταν πολύ περιορισμένα, βρίσκεται ένα προτεταμένο δάκτυλο. Από ανθρώπους που στη θέα των μαζικών πανηγυρισμών, θεωρούν πως είδαν μια φτώχεια σ΄ επίπεδο κοινωνικής συνείδησης.
Πώς είναι δυνατόν τόσοι χιλιάδες άνθρωποι να βγήκαν στον δρόμο για ένα ματς και να μη πράττουν το ίδιο προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την ακρίβεια που καθιστά την καθημερινότητά τους αφόρητη, ήταν εν ολίγοις το ερώτημα που έμπαινε. Ή ακόμη περισσότερο παρουσιαζόταν ως συμπέρασμα. Ο κόσμος βγαίνει στον δρόμο για τη μπάλα, αλλά όχι για τη ζωή του. Κι ότι χαίρεται για ομάδες που κατέχουν εκατομμυριούχοι.
Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για ένα τσουβάλιασμα. Δεν γνωρίζουμε την ταυτότητα των ανθρώπων που κατέβηκαν χτες. Μπορεί οι ίδιοι άνθρωποι να συμμετέχουν ανελλιπώς και στις πορείες κι ακριβώς επειδή διαθέτουν αυτή την εξοικείωση με τον δρόμο να τους είναι πιο εύκολο να εκφραστούν δημόσια.
Όμως ακόμη κι αν όλοι όσοι κατέβηκαν χτες να πανηγυρίσουν μέχρι το ξημέρωμα, δεν είναι άνθρωποι των κινημάτων, αυτός δεν είναι λόγος να ενοχοποιείται η χαρά τους.
Ο αγώνας για ένα καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο είναι και αγώνας για έναν κόσμο με περισσότερη χαρά.
Κατά το παρελθόν, πράγματι, οι επιτυχίες στον αθλητισμό έχουν συντελέσει ως ένα μέσο εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Ταυτόχρονα ωστόσο, η συνάντηση πολλών ανθρώπων στις κερκίδες και στους δρόμους για μια ομάδα έχει αποτελέσει την αφετηρία για τη γέννηση σημαντικών κοινωνικών και κινηματικών διεργασιών. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα αυταρχικά καθεστώτα συχνά επιχειρούσαν να διαρρήξουν τις σχέσεις που αναπτύσσονταν στις κερκίδες.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν χρειάζεται σώνει και ντε ένα γεγονός να οδηγεί σε ένα άλλο. Κάποιες φορές είναι αρκετό να νιώθεις ευτυχής που πήγε κάτι καλά και να είναι αρκετό.
Επίσης ο κόσμος δεν κατέβηκε χτες για τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο, όπως δεν κατέβηκαν για τον Ιβάν Σαββίδη πριν λίγες ημέρες οι οπαδοί του ΠΑΟΚ, όταν πήρε το πρωτάθλημα. Ούτε υπήρχε περίπτωση, όπως συνέβη το Σάββατο από τους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, να σηκώσουν στα χέρια τον Γιάννη Αλαφούζο. Για την ομάδα τους κατέβηκαν. Για τη συγκίνηση που τους φέρνει. Για τις στιγμές εκείνες που έχουν να θυμούνται από εκείνον που τους πήγε στο γήπεδο πρώτη φορά. Και μ’ όσες πολλές ακόμη συνέδεσαν διάφορες περιόδους της ζωής τους. Οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού που ήταν μικροί στο πρώτο ευρωπαϊκό της ομάδας του το 1996, χτες ήταν εκείνοι που έπαιρναν από το χεράκι το δικό τους παιδί για να γιορτάσουν το έβδομο. Κι ίσως η διάσωση μιας τόσο ρομαντικής προσέγγισης για τον αθλητισμό από τη μία γενιά στην άλλη, μέσα σ’ ένα τόσο εμπορευματοποιημένο περιβάλλον, να είναι μια απροσδόκητα ελπιδοφόρα πορεία κόντρα στο ρεύμα.
Κώστας Παπαντωνίου