Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής του ΤΕΦΑΑ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Αθανάσιος Τζιαμούρτας, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και δίνει ενδιαφέρουσες απαντήσεις γι’ αυτό το μεταβολικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η σωματική δραστηριότητα αποτελεί ένα βασικό μέσο αντιμετώπισης κάθε τύπου σακχαρώδη διαβήτη και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της νόσου, αλλά και των επιπλοκών υγείας που σχετίζονται με αυτή. Αντίθετα, η κακή διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας είναι δύο παράγοντες που συνδέονται με την αυξημένη προδιάθεση για τη νόσο.
Τα σημαντικά οφέλη της άσκησης για άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ή προδιαβήτη είναι, σύμφωνα με τον κ.Τζιαμούρτα, η βελτίωση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου και η γενικότερη σωματική υγεία και ευρωστία.
Ποιοι είναι οι λόγοι, ωστόσο, στους οποίους οφείλεται αυτή η διαταραχή; Σύμφωνα με τον καθηγητή, οφείλεται σε διαταραχές στην έκκριση και δράση της ινσουλίνης, της ορμόνης δηλαδή που είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά του σακχάρου από το αίμα στο ήπαρ, τον μυ και τον λιπώδη ιστό, και εξηγεί: «Είναι δεδομένο πως τα μακροχρόνια αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα δημιουργούν προβλήματα υγείας που σχετίζονται με τα αγγεία του σώματος σε διάφορα όργανα (νεφροί, μάτια, νεύρα, καρδιά). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει πως τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη αυξήθηκαν κατά 300 εκατομμύρια, περίπου μέσα σε 30 χρόνια, και το 2014 τα διαβητικά άτομα υπολογίζονταν σε 422 εκατομμύρια παγκοσμίως. Η πρόβλεψη είναι ότι τα διαβητικά άτομα θα είναι 522 εκατομμύρια το 2030.
Το 2016 οι θάνατοι που οφείλονταν στον διαβήτη υπολογίστηκαν στα 1,6 εκατομμύρια, ενώ άλλα 2,2 εκατομμύρια άτομα πέθαναν από αιτίες που σχετίζονταν με αυξημένα επίπεδα σακχάρου. Σχεδόν οι μισοί θάνατοι, που σχετίζονται με τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου, συμβαίνουν πριν από την ηλικία των 70 ετών, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει πως ο διαβήτης αποτέλεσε την έβδομη αιτία θανάτου για το έτος 2016».
Ο σακχαρώδης διαβήτης, συνεχίζει ο κ. Τζιαμούρτα, διαχωρίζεται κυρίως σε δύο τύπους, τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ο πρώτος τύπος διαβήτη αφορά το 5-10% των περιπτώσεων και χαρακτηρίζεται από έλλειψη ινσουλίνης, ενώ ο δεύτερος τύπος διαβήτη, που υπολογίζεται περίπου στο 90% των περιπτώσεων, χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, αλλά και ατελή δράση αυτής.
Γενετικοί παράγοντες, η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό αποτελούν παράγοντες που δεν μπορούν να αλλάξουν και συνεισφέρουν στην εμφάνιση της νόσου. Ωστόσο, υπάρχουν τροποποιήσιμοι συμπεριφορικοί παράγοντες που αυξάνουν την προδιάθεση για τη νόσο.
Αυτοί, είναι η κακή διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, δύο παράγοντες που συνδέονται με την αυξημένη προδιάθεση για τη νόσο. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 δεν εξελίσσεται απότομα, αναφέρει ο καθηγητής, όπως συμβαίνει με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, αλλά σταδιακά.
Υπάρχει μια «πρόδρομη» κατάσταση πριν εγκαθιδρυθεί ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Υπάρχει δηλαδή, εξηγεί, μια «πρόδρομη» κατάσταση πριν εγκαθιδρυθεί ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, κακή διατροφή και παχυσαρκία. Υπάρχουν κριτήρια που ορίζουν αυτή την κατάσταση ως προ-διαβήτη με μετρήσεις σακχάρου νηστείας αλλά και μετά από μια καμπύλη σακχάρου. Αναμφισβήτητα, η κατάσταση αυτή είναι διαχειρίσιμη διαμέσου της αντιμετώπισης των αιτιών που την προκάλεσαν, δηλαδή της παχυσαρκίας και της έλλειψης σωματικής δραστηριότητας.
Η τακτική συμμετοχή σε προγράμματα θεραπευτικής άσκησης αποτρέπει ή καθυστερεί τη μετάβαση ατόμων με προ-διαβήτη στον κλινικά έκδηλο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η συστηματική άσκηση φαίνεται ότι επηρεάζει δύο κύριους ιστούς που εμπλέκονται στον μεταβολισμό του σακχάρου. Ο ένας, διευκρινίζει ο κ. Τζιαμούρτας, είναι το ήπαρ και ο άλλος είναι ο μυς.
Ερευνητικές εργασίες δείχνουν πως η παραγωγή σακχάρου από το ήπαρ στην ηρεμία είναι μειωμένη κατά 25% στα προπονημένα διαβητικά άτομα, ενώ η απορρόφηση από τον μυ είναι μεγαλύτερη κατά έξι περίπου φορές. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά μεταξύ των προπονημένων και απροπόνητων διαβητικών ατόμων φαίνεται όταν τα επίπεδα του σακχάρου είναι αυξημένα, όπως δηλαδή συμβαίνει μετά από ένα γεύμα, επισημαίνει ο καθηγητής του Παν. Θεσσαλίας, και προσθέτει: «Σε αυτή την περίπτωση, η παραγωγή σακχάρου από το ήπαρ ενός προπονημένου διαβητικού είναι μειωμένη κατά 4 φορές, ενώ η απορρόφηση από τον μυ είναι μεγαλύτερη κατά 40 φορές! Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα προπονημένα διαβητικά άτομα μπορούν να πετύχουν καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο διαμέσου της άσκησης».
Πόση άσκηση όμως πρέπει να κάνει ένα διαβητικό άτομο ή ένα άτομο που παρουσιάζει προδιαβήτη; Σύμφωνα με τον καθηγητή στο ΤΕΦΑΑ του Παν. Θεσσαλίας, οι οδηγίες (FITT) της Αμερικανικής Αθλητιατρικής Εταιρείας αφορούν τη συχνότητα (Frequency), την ένταση (Intensity), τη διάρκεια (Time) και το είδος της άσκησης (Type) και αναφέρουν πως η συχνότητα της αερόβιας άσκησης πρέπει να είναι 3-7 φορές την εβδομάδα. Θα πρέπει, επίσης, η άσκηση να γίνεται καθημερινά ή τουλάχιστον μέρα παρά μέρα.
Αυτό γίνεται επειδή η θετική επίδραση της άσκησης τείνει να χάνεται μετά από 48 ώρες από το τέλος της άσκησης. Η ένταση της άσκησης πρέπει να είναι μέτρια, η διάρκεια να αγγίζει τα 150 λεπτά την εβδομάδα και το είδος της άσκησης να είναι τέτοιο που να ευχαριστεί τον ασκούμενο και να συμμετέχουν μεγάλες μυϊκές ομάδες για την πραγματοποίηση της άσκησης, π.χ. γρήγορο περπάτημα, ποδηλασία, κολύμβηση.
Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα άσκησης του διαβητικού πρέπει να περιλαμβάνει και μέτρια άσκηση με αντιστάσεις (50-70% της 1-μέγιστης επανάληψης), που πρέπει να γίνονται τουλάχιστον 2 μη διαδοχικές ημέρες την εβδομάδα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν όργανα αντιστάσεων που υπάρχουν σε γυμναστήρια ή ελεύθερα βάρη, για να πραγματοποιηθούν 8-10 ασκήσεις, με 1-3 σετ των 10-15 επαναλήψεων ανά σετ.
Για να μπορέσει να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα άσκησης για ένα διαβητικό άτομο θα πρέπει να υπάρξει αγαστή συνεργασία μεταξύ του γιατρού και του επαγγελματία της άσκησης. Θα πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και διαπιστευμένοι επιστήμονες, ώστε να μπορέσουν να γυμνάσουν με ασφάλεια το διαβητικό άτομο και να παρέχουν εξειδικευμένη καθοδήγηση, για να μπορέσει να υπάρξει αλλαγή στον τρόπο ζωής του ασθενή και να απομονωθούν εκείνες οι πρακτικές που οδήγησαν στο πρόβλημα ευθύς εξαρχής, καταλήγει ο κ. Τζιαμούρτας.