Αμφότερες οι ανωτέρω εξελίξεις συνδέονται με την αποεπένδυση και την αδυναμία σχηματισμού παγίου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία, που με τη σειρά τους οφείλονται στην αβεβαιότητα και την αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην επιχειρηματικότητα και την μισθωτή εργασία.
Την προηγούμενη χρονιά, η τόνωση των συνθηκών στην αγοράς εργασίας ως αποτέλεσμα της αυξημένης ευελιξίας που επετεύχθη στα προηγούμενα χρόνια και της βραχύβιας ανακάμψεως που σημειώθηκε το 2014 και το πρώτο εξάμηνο του 2015 οδήγησε σε μικρή κάμψη του ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας στο 18% του εργατικού δυναμικού το 2015 έναντι 19,5% το 2014.
Ειδικότερα, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων καταγράφει μεν μικρή μείωση όλα τα τρίμηνα του 2015 σε ετήσια βάση (τέταρτο τρίμηνο 2015: 872,2 χιλ. τέταρτο τρίμηνο 2014: 909,4 χιλ.), αλλά παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Η αναλογία των μακροχρόνια ανέργων στο σύνολο των ανέργων υπεχώρησε στο 73,1% το 2015 (73,5% στο 2014). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση του συνολικού αριθμού των ανέργων (6,1% το 2015) υπολείπεται της μειώσεως των ατόμων που παραμένουν χωρίς εργασία για περισσότερο από 12 μήνες.
Σημειώνεται ότι η πλειονότητα των μακροχρόνια ανέργων αφορά ηλικίες άνω των 30 ετών και προέρχονται από κλάδους και επιχειρήσεις που επλήγησαν περισσότερο από τη μακρά ύφεση. Καθίσταται συνεπώς απαραίτητος ο περιορισμός της νέας υφεσιακής διαταραχής και της μεταβάσεως το ταχύτερο δυνατό σε μία διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας των νέων 15-29 ετών μειώθηκε σε 49,8% το 2015 από 52,4% το 2014, αν και το ποσοστό αυτό παραμένει πολύ υψηλό. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας και η αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος, την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας και την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταβολών. Θετική επίδραση στη μείωση της ανεργίας θα έχουν η επέκταση των ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση και των προγραμμάτων καταρτίσεως.
Απόρροια των ανωτέρω παθογενειών της ελληνικής οικονομίας είναι η αύξηση της αναλογίας ατόμων που εκτίθενται στον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Σημειώνεται, βέβαια, ότι το συγκεκριμένο ποσοστό διατηρείται διαχρονικά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και από το 2010 και έπειτα η απόκλιση μεταξύ τους διευρύνεται ανησυχητικά.
Ειδικότερα, το ποσοστό φτώχειας ανήλθε στην Ελλάδα στο 34% του συνόλου του πληθυσμού το 2014, έναντι 28,3% το 2007. Αναλυτικά όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-28 έχει παραμείνει αμετάβλητο την επταετία 2007-2014, οι ευρωπαϊκές χώρες του Νότου που επλήγησαν από εντονότερη ύφεση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σημείωσαν άνοδο του ποσοστού φτώχειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα ανήλθε στο 36% το 2014 (από 28,3% το 2007), ενώ στην Ισπανία στο 29,2%.
Από την ανάλυση των στοιχείων των νοικοκυριών σχετικά με την πηγή των εισοδημάτων τους (Γράφημα 3), προκύπτει ότι μεταξύ 2010 και 2015 τα άτομα που έχουν την εργασία ως πηγή εισοδήματος σημείωσαν μείωση κατά 19%. Αντίθετα, αυξήθηκαν τα άτομα με πηγές εισοδήματος από συντάξεις κατά 14% (2015: 315 χιλ.) και τα άτομα που συντηρούνται από τρίτους εντός ή εκτός του νοικοκυριού κατά 16% (2015: 2.616 χιλ.), τονίζει η Apha Bank.
Πηγή: reporter.gr