Από την έναρξη της κρίσης, το συνολικό ύψος των καταθέσεων της χώρας έχει μειωθεί κατά το ιλιγγιώδες ποσό των 120 δισ. ευρώ. Μόνο κατά το προηγούμενο έτος, έφυγαν από τις τράπεζες 45 δισ. ευρώ σε χαρτονομίσματα, εκ των οποίων, σημαντικό μέρος παρέμεινε στη χώρα, σε «στρώματα», «σεντούκια», χρηματοκιβώτια και τραπεζικές θυρίδες.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν με την αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης, καταθέσεις περίπου 2,5 δισ. ευρώ μπορούν και πρέπει να επιστρέψουν μέσα στο έτος, ενώ σαφώς πολλαπλάσιες είναι οι… «προσδοκίες» για τη διετία-τριετία.
Η αρχική πρόβλεψη για καθαρή εισροή 6-7 δισ. ευρώ από νοικοκυριά και επιχειρήσεις προϋπέθετε την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος το αργότερο ως και το τέλος του πρώτου τριμήνου. Αυτό τελικά συνέβη μόλις πρόσφατα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, με βάση εσωτερικές ασκήσεις που έχουν «τρέξει» οι τράπεζες με αυτή την παραδοχή, εκτιμάται ότι, εφόσον δεν επιδεινωθεί εκ νέου το κλίμα στο δεύτερο εξάμηνο του 2016, η ενίσχυση των καταθετικών υπολοίπων θα μπορούσε να φτάσει σε ένα καλό σενάριο, τα 2,5-3 δισ. ευρώ σε επίπεδο έτους.
Βέβαια, πέραν των κινήσεων από την ΕΚΤ που θα μπορούσαν να δώσουν «ανάσες», και οι ίδιες δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά θα επιχειρήσουν να συζητήσουν με τους πελάτες τους για τις αγωνίες τους ώστε να τους εξηγήσουν πώς έχει πλέον διαμορφωθεί η κατάσταση.
Ευχής έργον θα ήταν η άρση των capital controls για το νέο χρήμα, ωστόσο ακόμη δεν είναι σίγουρο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα δώσει το «πράσινο φως» για κάτι τέτοιο. Τα αρμόδια τμήματα των τραπεζών πάντως σχεδιάζουν αυτή την περίοδο νέες καμπάνιες για την άντληση ρευστότητας επιβραβεύοντας όσους επιστρέφουν μετρητά.
Σε ένα πολύ καλό σενάριο οι καθαρές εισροές ως τον Σεπτέμβριο θα μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και τα 5 δισ. ευρώ από ιδιώτες και επιχειρήσεις, με ώθηση και από τα τουριστικά έσοδα.
Το οξύ πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετώπισαν οι τράπεζες λόγω της κρίσης και οδήγησε πέρσι το καλοκαίρι στην επιβολή των capital controls, ανέδειξε δευτερογενώς πρόβλημα κεφαλαιακής τους επάρκειας. Με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται με δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κοντά στο 17%, δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Πλέον, το πρόβλημα της ρευστότητας έρχεται ξανά σε πρώτο πλάνο, αποτελώντας στην ουσία και το "στοίχημα" που θα κρίνει την επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησής τους.
Το στοίχημα της ρευστότητας μπορεί να κερδηθεί από τις τράπεζες μέσω της αναδιάρθρωσης των πηγών άντλησης ρευστότητας με μείωση της ακριβής χρηματοδότησης, κυρίως όμως μέσω της προσέλκυσης των καταθέσεων που βρίσκονται εκτός τραπεζών και οι οποίες είναι απαραίτητες για να ξαναλειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα.
Μέχρι στιγμής, τα στοιχεία για την πορεία των καταθέσεων δεν έχουν δείξει ενθαρρυντικά σημάδια για την επιστροφή τους. Οι καταθέσεις στα τέλη Απριλίου, βεβαίως, έδειξαν για πρώτη φορά οριακή μεταβολή μετά από τρεις συνεχείς μήνες πτώσης και διαμορφώθηκαν στα 121,426 δισ. ευρώ από 121,469 δισ. ευρώ στα τέλη του προηγούμενου μήνα.
Τον Μάρτιο 2016 οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών είχαν υποχωρήσει στα 121,469 δισ. ευρώ από 121,687 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο, 122,228 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο και 123,377 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2015.
Πηγή: reporter.gr