«Άκουσα για πρώτη φορά τη μουσική του Belly από τη συλλογή των δίσκων του πατέρα μου, ήταν περίπου το 1954-1955. Κάθε Σάββατο πηγαίναμε στο δισκάδικο της γειτονιάς και εκείνος που συνήθως ήξερε τα πάντα για τη μουσική, μου εξηγούσε και την παραμικρή λεπτομέρεια… Ήθελε φαίνεται να με μυήσει για τα καλά στα μυστικά της λες και ήξερε τη συνέχεια», εξηγεί ο καλλιτέχνης, ενώ συμπληρώνει πως συνειδητοποίησε πολύ αργότερα το μεγαλείο της συλλογής του πατέρα του. «Στην αρχή θεωρούσα πως ήταν κάτι το φυσιολογικό για άτομα που έχουν αδυναμία στην τζαζ μουσική και τα blues.»
Ο Van Morrison στα φωνητικά το 1965
«Tα πρώτα τραγούδια του Belly που άκουσα βρίσκονταν στο δίσκο “Classics in Jazz on Capitol”, ενώ ήταν τα “Ella Speed”, “Goodnight Irene”, “On a Christmas Day”, “Take this Hammer”, “Sweet Mary” και “Rock Island Line”. Ακόμα έχω το δίσκο. Η φωνή του σε συνδυασμό με τον μοναδικό ήχο της κιθάρας του με εξέπληξε. Το ίδιο διάστημα άκουγα τα κομμάτια των Sonny Terry και Brownie McGhee, των Josh White, Louis Armstrong και Muddy Waters. Ήταν η περίοδος που έμαθα τις βασικές αρχές του συγκεκριμένου είδους, που ταξίδεψα στις νότες του και κατάλαβα το μεγαλείο της δουλειάς των καλλιτεχνών», σημειώνει στη συνέχεια.
«Οι γονείς μου με στήριξαν από την αρχή ως το τέλος, παρ’ όλο που μέχρι την πρώτη μου περιοδεία δεν πίστεψαν ποτέ πως θα το έκανα σοβαρά. Είναι λογικό. Μετά το σχολείο για να βγάλω τα προς το ζην έκανα δουλειές του ποδαριού». «Οι Monarchs, όπου πήρα το βάπτισμα του πυρός, πέρασαν πολλά στάδια. Αρχικά ξεκίνησαν ως μια πολύ καλή rock’n’roll band – όχι ροκ όπως πολλοί πιστεύουν- για να καταλήξει λίγο αργότερα να γίνει ένα γκρουπ καθαρά για το θέαμα και στο τέλος, από τη Γερμανία πια, να πάρει τον τίτλο ενός R&B συγκροτήματος», καταλήγει ο Μοrrison.