Ήταν κάτω στον Άλιμο, στη στάση του Καλαμακίου, εκεί, όπου συχνάζουνε οι χειμερινοί κολυμβητές και κάτι καλλίγραμμες ξεκωλιάρες γριές που παίζουνε προκλητικά ρακέτες, αντιστεκόμενες σθεναρά στο χώμα που θα μας σκεπάσει.
Τον είδανε δυό πατριωτάκια του μέσα από το τραμ, την ώρα που πηγαίνανε για τσίπουρα στη θάλασσα και δωρεάν θέαμα, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι.
«Ρε συ αυτός δεν είναι, ο…»
«Αυτός είναι!» είπε ο άλλος ανυπερθέτως και, σαν να λυπήθηκε το μυστήριο.
Είχε κάτι χρόνια να δώσει σημάδια ζωής.
Για την ακρίβεια από την στιγμή που κόλλησε με τον ημερήσιο τζόγο και ειδικά Πέμπτες και Κυριακές που κυνηγούσε τα πέντε νούμερα του τζόκερ.
Στην αρχή, το ΄βλεπε σαν μια περιοδική προσμονή της ελπίδας.
Έσπαγε το εφταήμερο σε περιοχές αναμονής, γεμίζοντας τις μέρες του, μοναχός άνθρωπος, με πιθανές εκδοχές επιτυχίας.
Περισσότερο ήταν αυτή η γλυκειά προσδοκία, παρά η ίδια η πίστη στο πενταψήφιο κέρδος που θ΄ άλλαζε ακαριαία τη ζωή του.
Καθόταν μετά και λογάριαζε, υποθετικά, τι θα τα΄ κανε στο τέλος τόσα λεφτά και την προτεραιότητα των υποχρεώσεων υπαρκτών τε και αοράτων και συνήθως, μεθώντας από τα ίδια του τα όνειρα, ή και το αλκοόλ, ξεχνούσε να πάει μέχρι το Πρακτορείο της γειτονιάς να επιβεβαιώσει τα νούμερα.
Ο άνθρωπος αντέχει την ελπίδα, όχι την διάψευσή της.
Όθεν σε κάτι αφόρετα από καιρό σακάκια, στις εσωτερικές συνήθως τσέπες και σε κάτι άπλυτα πουκάμισα ιδίως, που έδινε παραγγελία στο συνοικιακό καθαριστήριο, έβρισκε μετά ληγμένα νούμερα, ή ένα μάτσο λευκά χλωροπλυμένα χαρτιά που δε βγάζανε απολύτως κανένα νόημα, όπως ήσαν πια κολλημένοι οι αριθμοί και μάλλον αντιστοιχούσαν σε προσπάθειες της ζωής του ατελέσφορες και προσωποποιούσαν εκείνη την ώρα, μπροστά στα απογοητευμένα του μάτια, αδικοχαμένες μάχες.
Με τον καιρό, ως φαίνεται, άρχισε να μπερδεύει τις επιθυμίες με την πραγματικότητα.
Υποστήριζε, ότι τα νούμερα που ποντάριζε, βγαίνανε με διαφορά μιας κλήρωσης κι ότι η Υπηρεσία τον κορόϊδευε. Το πήρε τότε προσωπικά…
Η απόγνωση, λένε, γλυκαίνει τις επερχόμενες ήττες και μάλλον, εθίζει διαβρωτικά τους ανθρώπους στην πικρή συγκατάβαση και σε έναν συμβιβασμό επικείμενο, λίγο πριν τον τελικό όλεθρο.
Βαθμιαία και ανεπαισθήτως σχεδόν, έγινε καχύποπτος με τις κληρώσεις.
Υποστήριζε πως είναι στημένες. Και αργότερα, σε κάποια ευθεία στιγμή, όπου η ψυχή από μόνη της γίνεται παρανάλωμα και σταματάει πλέον το συναισθηματικό έλασμα να τεντώνεται, κάτι έσπασε ανεπανόρθωτα μέσα του κι αρχίνησε να πιστεύει στα ξεκούρδιστα πως τον κλέβουν.
Σαν να χάθηκε οριστικά τότε, μέσα - έξω, της ζωής του η πόζα.
Λέγαν πως στην Αθήνα βρέθηκε, γιατί δεν ημπορούσε πια ν΄ ανασαίνει τον πνιγηρό αέρα ενός, όπως αρεσκόταν να λέει, «άδοξα ληγμένου έρωτος».
Και πως, ό,τι αγαπούσε, είχε οριστικά τελειώσει στην Οδό Αγίας Σοφίας την ώρα που του΄ δωσε μια Χριστίνα κάτι κλειδιά από ένα κοινό τους σπίτι, δειλινό στην παραλία της Θεσσαλονίκης, απέναντι απ΄ την παληά Βιομηχανική.
Το ρομάντζο είναι το φωτοστέφανο των αδυνάμων ψυχών, αλλά και των σωμάτων ημών.
Όμως αν δεν είσαι ερωτευμένος και δεν έχεις και κάνα ιδιαίτερο ταλέντο, εδώ που τα λέμε, πουθενά δε μπορείς να στεριώσεις. Σαν να μην έχεις στον κόσμο δικαίωμα.
Κι έτσι βρέθηκε απαρηγόρητος ένα πρωί στο σταθμό Λαρίσσης, με μόνη αποσκευή την απογοήτευση.
Στο σακάκι του τώρα. Μ΄ αυτό που κοιμάται κουρασμένος, ανασύρει κάθε τόσο ένα σκοροφαγωμένο χαρτί, που μόνο ο ίδιος μπορεί να καταλάβει με τίτλο «Αγίας Σοφίας», και λέει:
«Παληά Βιομηχανική
Τίποτε δεν είχες
Κι εγώ κάπνιζα ένα
Βαρύς δρομέας
Στην παραλία
Σε κλέβω απ΄ τη νύχτα
Κι από συνήθεια πίνω φαρμάκι
Να΄ ταν να μ΄ έπαιρνε από δω ο Θερμαϊκός
Αλλά, δε δίνει βοήθεια
Όθεν, εδώ κείμαι τοις (ε)κείνης κρίμασι
Παλλόμενος
Σαν τα πέντε νούμερα του Τζόκερ…»
Λυγισμένος κι αφόρετος από έρωτα καθώς ήταν, δεν άργησε μια γκρίζα μέρα, να τον πάρει ένας βαθύς κι ατέλειωτος ύπνος σ΄ αυτήν την ξένη για τους ξένους Αθήνα.
Γ. Χ