Κάθισαν στο μπαρ παρήγγειλαν από ένα ουίσκι και ο θείος είπε «σε λίγο θα μας συναντήσει η γραμματέας μου, για να σε γνωρίσει, αλλά και γιατί εγώ θα πρέπει να φύγω έτσι, θα έχεις παρέα μέχρι το βράδυ που θα πάμε για φαγητό».
Ο Μάριο, δεν προλάβαινε να επεξεργαστεί την μια έκπληξη μετά την άλλη που του επιφύλασσε ο θείος, και αμήχανος του είπε «Α, ωραία!». Σκέφτηκε, ότι ακόμα δεν είχαν πει τα βασικά σχετικά με τη διαμονή του. Από την άλλη μεριά σκέφτηκε, ότι αποτελούσαν λεπτομέρειες που δεν ήταν της στιγμής. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και η μυρωδιά ενός γυναικείου αρώματος του απέσπασε την προσοχή, γύρισε να δει ποια ήταν η γυναίκα που το φορούσε και είδε μια εκπληκτικά όμορφη νεαρή γυναίκα με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, μ ένα τεράστιο χαμόγελο, που αποκάλυπτε τα τέλεια και φροντισμένα δόντια της, να πλησιάζει τον θείο του και να τον χαιρετά. Εκείνος, γύρισε προς το μέρος του και του είπε «Μάριο, αυτή είναι η γραμματέας μου!».
Ο Μάριο της έσφιξε το προτεταμένο λεπτό της χέρι και άκουσε τον εαυτό του να της λέει «γοητευμένος!», για να τα βάλει με τον εαυτό του αμέσως μετά, λες και δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι πιο πρωτότυπο να της πει. Εκείνη, του χαμογέλασε με χάρη και γύρισε στο θείο, για να του πει «θ αργήσεις στο ραντεβού σου», και γυρνώντας αμέσως μετά στον Μάριο, του είπε «τι λες για ένα περίπατο στην πόλη;» Εκείνος, άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει κάτι σαν Ναι! Της έπιασε το χέρι και βγήκαν από το ξενοδοχείο…
"Μάριο, ε, Μάριο, θα πιεις άλλο ένα;", άκουσε τη φωνή του μπάρμαν, του Τζίνο, να τον επαναφέρνει από το ταξίδι στις αναμνήσεις του. "Ναι, γιατί όχι, Τζίνο, θα πιω άλλο ένα" του είπε και χαμογέλασε.