Αλλά αυτή, που καθόταν απέναντί του απόψε, δεν ήταν οποιαδήποτε γυναίκα, ούτε ένα κομμάτι από την φαντασία του, ήταν η γυναίκα που είχε όλο το "πακέτο" αυτό, που τον έκανε να νοιώθει αμήχανα, σαν μικρό αγόρι που πρωτοβγήκε ραντεβού. Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του, όπως συνήθιζε, όταν βρισκόταν σε αμηχανία, και σκέφτηκε "πως μια γυναίκα σαν κι αυτή τον επέλεξε, δεν ήταν ο τυπικός άντρας που οι γυναίκες τέτοιας ομορφιάς ονειρεύονται". Κάθε άλλο.
Την κοίταξε χαμογελώντας, ενώ αυτή έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν, αλλά την πρόλαβε εκείνος, λέγοντας της «σου είπα ότι είσαι πολύ όμορφη απόψε». Εκείνη, ξέσπασε στα γέλια, μέχρι και τα τεράστια μαύρα μάτια της χαμογελούσαν, εβαλε στο στόμα της ένα τσιγάρο και του απάντησε «Ναι! Μόνο, εκατό φόρες από την ώρα που με είδες». Άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησε στο δικό του και με το δάχτυλο της του χάιδεψε την παλάμη. Ο Μάριο, της το έσφιξε δυνατά μην αντέχοντας το γνώριμο συναίσθημα που τον κυρίευε και της είπε «ωραία, τι θα φάμε;». Παρήγγειλαν και αφού τελείωσαν το φαγητό τους, μαζί με δυο μπουκάλια εξαιρετικό κρασί “Πομερόλ”, ζήτησαν το λογαριασμό, πλήρωσε και βγήκαν έξω. Ο καθαρός αέρας τους έκανε να αισθανθούν ζωντανοί, εκείνη γύρισε το κεφάλι της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Ο Μάριο την άρπαξε από τη μέση και σχεδόν σηκωτή την έμπασε στη λιμουζίνα που τους περίμενε, λέγοντας στον οδηγό να τους πάει στο «Ριτζ».
Περπατώντας προς τη ρεσεψιόν, ο Μάριο της πρότεινε να πάνε για ένα Ρεμί Μαρτέν, στο μπαρ του ξενοδοχείου και μετά να πάνε για… ύπνο. “Ότι θες” του απάντησε εκείνη, και πιάνοντας τον από το μπράτσο κατευθύνθηκαν στο μπαρ. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και ξαφνικά ο Μάριο άκουσε κάποιον να του φωνάζει «Μάριο, ει Μάριο, τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή!». Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε τον μπάρμαν, τον Τεό. Σηκώθηκε γελώντας και τον αγκάλιασε. Γύρισε το κεφάλι του στη σύντροφο του και της είπε «γλυκιά μου, γνώρισε τον Τεό, τον καλύτερο μπάρμαν στο Παρίσι!». Εκείνη, του έσφιξε το χέρι και αφού ο Τεό απομακρύνθηκε από κοντά τους, κόλλησε τα χείλη της στο αυτί του και του ψιθύρισε με την αισθησιακή φωνή της «σε περίπτωση που αναρωτιέσαι τι σου βρήκε μια γυναίκα σαν κι έμενα, και είναι μαζί σου απόψε, είναι ακριβώς αυτό. Πες μου, υπάρχει κανείς άνθρωπος που να μην γνωρίζεις σ' αυτή την πόλη;»
Γέλασαν και οι δυο, ήπιαν το κονιάκ τους και πήραν το ασανσέρ για να ανέβουν στο δωμάτιο, ο Μάριο, το μόνο που πρόλαβε να της πει, πριν τον κολλήσει στον τοίχο του ασανσέρ και τυλιχτεί επάνω του, ήταν «είναι νωρίς ακόμα!».