«Η φωτογραφία μου ταξίδεψε σε περισσότερες από 100 γκαλερί σε όλο τον κόσμο δίνοντας την ευκαιρία σε εκατομμύρια κόσμου να δουν λίγο από αυτό που είδα κι εγώ στην Κένυα. Έλαβα εκατοντάδες e-mail στα οποία μου ζητούσαν επιπλέον πληροφορίες για την εικονιζόμενη και τρόπους να βοηθήσουν την κοινότητα της Ναντόρα. Ταξίδεψα χιλιόμετρα και μίλησα σε διάφορα μέρη του κόσμου για τη δουλειά μου και την συγκεκριμένη φωτογραφία. Αυτή η γυναίκα μίλησε στις καρδιές όλων και κυρίως στη δική μου.
Τρία χρόνια μετά την πρώτη μου επίσκεψη στη Νταντόρα ξαναβρέθηκα στην ίδια χωματερή, προκειμένου να δουλέψω ένα δημοσιογραφικό θέμα. Μόλις λίγες ώρες μετά την άφιξή μου, την ξαναβρήκα εκεί.
«Με θυμάσαι;» τη ρώτησα. «Φυσικά» απάντησε εκείνη με ένα από τα πλατύτερα χαμόγελα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Με γέμισε χαρά. Και αμέσως μετά προβληματισμό. Μέσα στην τελευταία τριετία, κατά την οποία εκείνη "βγάζει" 1 δολάριο την ημέρα ψαχουλεύοντας τα σκουπίδια, πόσες πολυτέλειες και ανέσεις έζησα εγώ;
Την συνάντησε ύστερα από τρία χρόνια για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι εκείνη θυμόταν τον άγνωστο που την είχε φωτογραφίσει.
Και τότε πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω. «Πώς σε λένε;». Με ένα εξίσου λαμπερό χαμόγελο εκείνη αποκρίθηκε «Pauline Mweni». Δεν ήθελα να την απασχολώ από την εργασία της και της ζήτησα να συναντηθούμε κάποια στιγμή αργότερα για να μου πει περισσότερα για εκείνη και τη ζωή της.
Η ζέστη ήταν αφόρητη. Η γη «κάπνιζε» κάτω από τα πόδια μου όπως έφευγα από τη χωματερή. Έπαιξα μπάλα με μερικά παιδιά στο δρόμο. Ήμουν ιδρωμένος και γεμάτος χώματα. Λίγη ώρα αργότερα βούτηξα στην πισίνα του ξενώνα στον οποίο έμενα και δροσίστηκα στιγμιαία. Ένα συναίσθημα το οποίο εκείνη, η Pauline, μάλλον δεν έχει βιώσει ποτέ και μάλλον ούτε πρόκειται.
Λίγες μέρες αργότερα περιηγήθηκα σε έναν λαβύρινθο από παραπήγματα ανάμεσα σε αδέσποτα σκυλιά, γουρούνια και ξυπόλυτα παιδιά, προσπαθώντας να διαπεράσω το παχύ στρώμα υγρασίας στην ατμόσφαιρα ώστε να φτάσω στο σπίτι της Pauline. Εκείνη με υποδέχθηκε και πάλι με το πιο ζεστό χαμόγελο. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να αντικρύσω, αλλά με εξέπληξε το πόσο καθαρή ήταν. Όλοι δεν χρειαζόμαστε λίγη αξιοπρέπεια στην ζωή μας άλλωστε;
Αυτό που όντως περίμενα ήταν ένα μικρό σπίτι. Και πράγματι ήταν μικρό. Μικρότερο από ότι έχω συνηθίσει μέχρι σήμερα. Είχε σχεδόν το μέγεθος της ντουλάπας - γκαρνταρόμπας, που έχω στο δικό μου σπίτι. Για εκείνη όμως και τα δύο της παιδιά Mwende (10 ετών) και Mumo (3 ετών) ο χώρος ήταν αρκετός, για να φιλοξενήσει ένα μικρό κρεβάτι και ελάχιστα υπάρχοντα. Μικροσκοπικό ήταν σίγουρα, βρώμικο όμως όχι. Δεν έβλεπες ούτε ένα ψίχουλο. Απλό, χαρωπό και πεντακάθαρο, ακριβώς σαν κι εκείνη.
Το 2007 έχασε τη δουλειά της και η μοναδική της εναλλακτική ήταν να αρχίσει να αναζητά κομμάτια πλαστικού πεταμένα στην χωματερή και στη συνέχεια να τα πουλά. Τα έσοδά της με το ζόρι έφταναν να καλύψουν το νοίκι και τα δίδακτρα των σχολείων. Αποτέλεσμα ήταν να μην έχει τον χρόνο, ούτε τους πόρους, να αναζητήσει κάποια άλλη δουλειά ή να εξερευνήσει το επιχειρηματικό της πνεύμα.
Ύστερα από αρκετή ώρα αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ θα επέστρεφα σπίτι μου, έχοντας φύγει με περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις. Όπως πάντα άλλωστε.
Δεν ξέρω αν θα ξαναβρώ στο δρόμο μου την Pauline, εύχομαι όμως την επόμενη φορά που θα τη συναντήσω ελπίζω εκείνη, τα παιδιά της και οι συμπολίτες της να ζουν υπό καλύτερες συνθήκες και με περισσότερες δυνατότητες.
Η δουλειά του φωτορεπόρτερ μας δίνει τη δυνατότητα να αλλάζουμε τα δεδομένα. Να προκαλούμε αυτούς που απολαμβάνουν την άνεση του καναπέ τους ξεσκεπάζοντας αυτά που δεν φαίνονται. Και να μας φέρνει σε επαφή με όλα αυτά που μας βγάζουν από την άνεση μας. Πώς αντιδρούμε σε αυτά τα ερεθίσματα; Μάλλον πρόκειται για την δυσκολότερη ερώτηση όλων…»
*Ο φωτορεπόρτερ Μίκα Αλμπερτ ζει στη Βόρεια Καλιφόρνια με την σύζυγό του Λίντσεϊ, την κόρη του Νόρα και τον γιο του Ήθαν.
Πηγή: micahalbert.com