Δύσκολη νύχτα, δεν βλέπαμε καλά. Οι πιο ηλικιωμένοι σκόνταφταν και γρήγορα ξανασηκώνονταν, αφού οι οδηγοί τους έσπρωχναν με ξύλινα κοντάρια για να περπατήσουν πιο γρήγορα. Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε στο ποτάμι που βρίσκεται στα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας. Βάρκες πολλές συνωστίζονταν στην ακτή για να μας παραλάβουν. Σε κάθε μία μπαίναμε τέσσερα άτομα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο αέρας έντονος. Το φουσκωτό άρχιζε να στριφογυρίζει επικίνδυνα, νιώθαμε πως ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει. Λίγα λεπτά αργότερα το κάναμε. Μείναμε στη θάλασσα για 45 περίπου λεπτά. Δεν μπορούσαμε να βρούμε το δρόμο μας, ήταν 3 περίπου το πρωί. Κάποιοι δεν βγήκαν ποτέ ζωντανοί.
Δεν θέλω να ζω φτωχός στην Ελλάδα, είμαι νέος, έχω όνειρα
Έπειτα από πολλές προσπάθειες φτάσαμε σε ένα χωριό, ενώ οι κάτοικοι που μας αντίκρισαν έσπευσαν να καλέσουν τις Αρχές για να μας σώσουν. Έτρεχαν πανικόβλητοι πάνω κάτω, φωνάζοντας πως μεταξύ μας βρίσκονται και παιδιά. Μας πήγαν σε ένα μεγάλο κέντρο κράτησης. Με ρώτησαν για την ηλικία μου και τους είπα 24. Την επόμενη μέρα με άφησαν ελεύθερο και πήγα στην Αθήνα. Η πόλη έχει πολλούς σαν κι εμένα. Ιστορίες που πονούν, που μυρίζουν αίμα. Με φιλοξένησε ένας 40χρονος Αφγανός, μα δεν ήθελα να συνεχίσω εκεί. Μετά πήγα στην Πελοπόννησο και έμεινα στα χωράφια, δίπλα από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μαζί με άλλους.
Οι πιο ηλικιωμένοι σκόνταφταν και γρήγορα ξανασηκώνονταν, αφού οι οδηγοί τους έσπρωχναν με ξύλινα κοντάρια
Στην αρχή ήθελα να φύγω για Ιταλία, δεν τα κατάφερα όμως και αναγκάστηκα να γυρίσω στην Αθήνα. Μένω εκεί μέχρι σήμερα. Ο ξάδερφος μου πήγε στα Γιάννενα και από ‘κει πήρε ένα φορτηγό για την Κοζάνη και μετά την Αλβανία. Όταν όμως πέρασε τα σύνορα, η αστυνομία τον συνέλαβε και γύρισε πίσω, στέλνοντας τον σε ένα κέντρο κράτησης στη βόρεια Ελλάδα. Χωρίς ελευθερία κανείς δεν μπορεί να κάνει όνειρα. Θέλω να μάθω να μιλώ αγγλικά και τέλεια ελληνικά. Βλέπω το μέλλον μου στην Αυστρία, όπου εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται η μητέρα μου. Εδώ και χρόνια μένω με τα αδέρφια μου σε ξενώνα, είμαι αισιόδοξος για τη ζωή. Δεν θέλω να ζω φτωχός στην Ελλάδα, είμαι νέος, έχω όνειρα.
Ο Αλί είναι 27 ετών από το Αφγανιστάν. Δεν μπορεί να πει την ιστορία του. Γι’ αυτό τη λέμε εμείς.