Το θέμα, λοιπόν, είναι τι κάνουμε εμείς. Χρειάζεται οι νέοι να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει αρκετή προσφερόμενη απασχόληση γι’ αυτούς πλέον στα αστικά κέντρα, τόσο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και στο Δημόσιο. Ας στραφούν λοιπόν στην δεύτερη σε πλούτο βιομηχανία της χώρας, την αγροτική, μέσω της οποίας μπορεί να προκύψει ένα σημαντικό μέρος οικονομικής ανάπτυξης για τη χώρα. Ας αρχίσουν να ψάχνουν για πιο μακροπρόθεσμες λύσεις. Εκείνο που χρειάζεται να γίνει κατανοητό από όλους, νέους και παλαιότερους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, είναι ότι μόνο δια μέσου της επιμονής στην ποιότητα και της συνεχούς προώθησης των προϊόντων που παράγουν στις διεθνείς εκθέσεις μπορούν να γίνουν εξωστρεφείς. Διότι, ας μη ξεχνάμε πως οι ξένοι έχουν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικοί με τους έλληνες παραγωγούς, δεδομένου ότι στο παρελθόν έχουν «καεί» από τις επαναλαμβανόμενες απεργιακές κινητοποιήσεις των διαφόρων συντεχνιών, με αποτέλεσμα την απώλεια της αξιοπιστίας των ελλήνων παραγωγών. Αλλά και στην εσωτερική αγορά μπορούν επίσης να αλλάξουν τον τρόπο που δραστηριοποιούνται χωρίς να καταφεύγουν σε μεσάζοντες, προσφέροντάς τους αυτά που κανονικά θα έπρεπε να μπαίνουν στις δικές τους τσέπες.
Οι περισσότεροι από τους παλαιότερους παραγωγούς όντας μικροί σε οικονομική δύναμη, πολυάριθμοι και ασυντόνιστοι, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Δεν είναι διαμορφωτές αλλά αποδέκτες τιμών που καθορίζονται από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων, που βρίσκεται στα χέρια ενός μικρού αριθμού επιχειρήσεων οι οποίες προσυνεννοούνται και διαμορφώνουν τις τιμές κατά τα συμφέροντά τους. Με το αποτέλεσμα που όλοι γνωρίζουμε: οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι συχνά τέσσερις με έξι φορές μεγαλύτερες από εκείνες που εισπράττουν οι παραγωγοί.
Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός παλαιοί και νέοι να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που αναδεικνύονται από τις παρούσες συνθήκες, ώστε να διαμορφώσουν ένα πιο σταθερό περιβάλλον διάθεσης και πώλησης των προϊόντων τους, με ταυτότητα και απαιτήσεις. Πώς θα το επιτύχουν αυτό; Συνεργαζόμενοι μεταξύ τους, αυτό ακριβώς κάνουν με μεγάλη επιτυχία οι Πορτογάλοι. Οι συνεργασίες, όταν στηρίζονται σε υγιείς βάσεις, αποδίδουν. Ας οργανωθούν σε συνεταιρισμούς (και δεν αναφέρομαι σε συνεταιρισμούς σφραγίδες που δεν ασκούν καμιά δραστηριότητα), σε μικρές – ευέλικτες επιχειρήσεις σε τοπικό επίπεδο και ας δημιουργήσουν χώρους επιλογής και πώλησης προς τους εμπόρους των προϊόντων που παράγουν. Ας αξιοποιήσουν τη νέα τεχνολογία και τα δίκτυα για την οργάνωση δικτύων διανομής προϊόντων από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Και κυρίως, ας φροντίσουν τα προϊόντα τους να έχουν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων, την ονομασία προελεύσεως, τις διαφορετικές ποικιλίες, ποιότητες κλπ – έτσι, θα μπορούν να διαμορφώνουν τις τιμές τους βάσει της προσφοράς και της ζήτησης.
Είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είμαστε πλεονασματικοί σε μερικά αγροτικά προϊόντα, τα οποία τελικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάθεσης και ελλειμματικοί σε άλλα. Παρόλα αυτά, η πολιτεία επί χρόνια συνέχιζε να επιδοτεί τους παραγωγούς αυτούς με περισσότερα κονδύλια, με αποτέλεσμα να καταλήγουν τα πλεονάζοντα προϊόντα στις χωματερές. Έτσι φτάσαμε να αγοράζουμε σκόρδα Κίνας, κρεμμύδια Ολλανδίας, πατάτες Αιγύπτου, μήλα Λατινικής Αμερικής, εσπεριδοειδή από το Ισραήλ ή κάππαρη από την Τουρκία, κ.ο.κ.! Χρειάζεται λοιπόν να αντικατασταθούν οι μονοκαλλιέργειες από μια πιο ισόρροπη παραγωγή.
Εξάλλου, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, μολονότι στην πλειονότητά τους είναι υψηλής ποιότητας, διεισδύουν δύσκολα στις αγορές της Ευρώπης, γεγονός που οφείλεται σαφώς και στην έλλειψη σωστού μάρκετινγκ. Πάντως, σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών η εικόνα που αποκαλύπτεται από τα στοιχεία που αφορούν τις εξαγωγές 60 βασικών αγροτικών προϊόντων προς τις χώρες – μέλη της Ε.Ε και του Ο.Ο.Σ.Α., είναι εντυπωσιακή. Η χώρα μας περιλαμβάνεται στους πέντε πρώτους προμηθευτές σε 26 χώρες με ποσοστά συμμετοχής στις εισαγωγές τους που ξεπερνούν το 70%. Παρόλα αυτά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας για να ανταγωνισθούμε με επιτυχία τις άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες στις ξένες αγορές.
Η επωνυμία, η εξωστρέφεια, η εκμετάλλευση από τους νέους των δυνατοτήτων της πληροφορικής και της επικοινωνίας, η στοχοπροσήλωση στην ποιότητα και στη διατήρησή της, αλλά και η διαρκής προσπάθεια αναβάθμισης, μπορούν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη βιωσιμότητα για παλαιότερους και νέους παραγωγούς. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι όλα αυτά είναι εύκολα. Χρειάζεται τεχνογνωσία, μακροχρόνιος σχεδιασμός με ξεκάθαρους στόχους αλλά και -όπου απαιτείται- η συμβολή της πολιτείας.