Οι δρόμοι της Αθήνας είναι και πάλι πολύβουοι. Επέστρεψαν βλέπεις οι Αθηναίοι, η ηρεμία του καλοκαιριού φαντάζει με μακρινό παρελθόν. Οι σταγόνες γίνονται αέρας, το τοπίο είναι μελαγχολικό. Αποφασίζω να κάνω μια βόλτα, να ξεγελάσω τον εαυτό μου στην «εξοχική» πλευρά της πόλης, την υπέροχη Πλάκα. Λίγο πιο πέρα, ο κόσμος έχει μαζευτεί γύρω από ένα πεζούλι.
Όσοι περνούν από ‘κει κοντοστέκονται. Καταλαβαίνω πως κάτι έχει συμβεί κι έχει ταράξει την ηρεμία της κυριακάτικης περατζάδας. Αποφασίζω να κάνω το ίδιο για να διαπιστώσω από κοντά τι πηγαίνει λάθος. Ένα ΕΚΑΒ καταφτάνει, ενώ τρεις νοσηλευτές κατεβαίνουν με ένα φορείο στα χέρια και δύο μηχανήματα αγκαλιά. Προχωρώ κι άλλο. Ένας νέος το πολύ τριάντα ετών κείτεται στο δρόμο, ενώ το κορμί του πονά και υποφέρει από σπασμούς. Κάποιοι στέκονται αμίλητοι κρατώντας τα χέρια τους. Αγωνιούν. Άλλοι σιγοψιθυρίζουν «ναρκωτικά, μεγάλη κατάρα, κρίμα νέο παιδί».
Κάποιοι αποχωρούν ανήμποροι να αντικρίσουν το θέαμα, άλλωστε είναι πολύ βαρύ μετά τις καλοκαιρινές διακοπές… Λίγοι τρέχουν να βοηθήσουν. Οι σπασμοί αυξάνονται, το παιδί τρέμει. Οι ειδικοί του κάνουν μια ένεση προκειμένου να σταματήσει η ταλαιπωρία του. Του ανοίγουν τα μάτια. Δεν αντιδρά. Το κενό στο στομάχι δυναμώνει. Τι ειρωνεία να στέκονται όλοι γύρω του και κανείς να μην μπορεί να κάνει τίποτα… Γιατί δεν σταθήκαμε το ίδιο πριν συμβεί το κακό; Θα μου πεις πώς… Ο κόσμος έχει τα δικά του βάσανα, οι εξαρτημένοι από ουσίες είναι πολλοί, φταίνε οι ίδιοι θα πει άλλος.
Οι νοσηλευτές τρέχουν στο ασθενοφόρο, παίρνουν κάτι καλώδια και κανείς δεν καταλαβαίνει. Πριν προλάβουν καλά καλά να γυρίσουν, ο ένας από αυτούς που είχε μείνει πίσω φωνάζει. Το παιδί έχει «φύγει». Δεν είναι πια μαζί μας. Η γυναίκα που είχε αρχικά καλέσει το ΕΚΑΒ δακρύζει. Έπειτα μαθαίνουμε πως ο γιος της ήταν επίσης χρήστης. Ο κόσμος διαλύεται. Κανείς δε μιλά. Το απόγευμα αυτό της Κυριακής δύσκολα θα σβηστεί απ’ το μυαλό μου. Τελικά θα ‘θελα να βρέξει όσο ποτέ. Να ξεπλυθεί ο δρόμος του θανάτου, να γαληνέψει η ψυχή του νέου.
Κυριακή Αξιώτη