Δημοσίευμα της Telegraph αναφέρει πως οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνές περιοδικό επιδημιολογίας «International Journal of Epidemiology» αξιολόγησαν δεδομένα από εννέα μετααναλύσεις και 45 κλινικές δοκιμές, που συνολικά αφορούσαν πάνω από 5,5 εκατομμύρια ανθρώπους για μια περίοδο έως 30 ετών.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι έλεγχοι πριν την ασθένεια δεν σώζουν ζωές και για το λόγο αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να κρατούν τις επιφυλάξεις τους. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το κακό που μπορεί να προκαλέσουν οι εν λόγω εξετάσεις είναι περισσότερο.
Κάποιες φορές οι ασθενείς επωφελούνται από άλλα πράγματα, όπως η βελτίωση των αντικαρκινικών φαρμάκων, πράγμα που κάνει τα διαγνωστικά τεστ να φαίνονται πιο ωφέλιμα από ό,τι είναι πραγματικά, αναφέρουν οι επιστήμονες.
Οι γιατροί επιμένουν πως όσο περισσότεροι διαγνωστικοί έλεγχοι γίνονται, τόσο το καλύτερο. Όμως η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε άλλες που συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η υπερβολική και περιττή διάγνωση τείνει να εξελιχτεί σε πρόβλημα, το οποίο μερικές φορές έχει άσχημες επιπτώσεις για τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα του 2012, σε κάθε γυναίκα που η ζωή της σώζεται από τον καρκίνο του μαστού χάρη στην έγκαιρη διάγνωση, αντιστοιχούν άλλες δέκα γυναίκες που υποβάλλονται σε μάλλον περιττές θεραπείες (ακτινοθεραπείες, χειρουργικές επεμβάσεις) εξαιτίας της διάγνωσης.
Αν και υπάρχουν στοιχεία ότι ορισμένοι διαγνωστικοί έλεγχοι σώζουν πράγματι ζωές (π.χ. οι κολονοσκοπήσεις μειώνουν έως 30% τους θανάτους από καρκίνο του εντέρου), οι ερευνητές δεν αποκλείουν τέτοια ποσοστά να είναι υπερεκτιμημένα.