Ο Fortino Samano Μεξικανός υπολοχαγός και υπαρχηγός του Emiliano Zapata ο οποίος το 1910 μαζί με τον Πάντσο Βίγια και τον Πασκουάρ Ορόζκο διατέλεσαν πρωτεργάτες της εξέγερσης των φτωχών αγροτών στο Μεξικό που ζητούσαν αναδασμό της γης συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1917 από τον ομοσπονδιακό στρατό του προέδρου Porfirio Diaz .
Δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεσή του ζήτησε ένα τσιγάρο ποζάροντας ακουμπισμένος σε ένα πέτρινο τοίχο, και χαμογελώντας άφοβα στο φακό του Μεξικανού φωτογράφου Agustin Victor-Casasola.
Στάση τόσο παράδοξα γενναία για έναν άνθρωπο, που σε λίγα λεπτά, θα αντιμετωπίσει τον θάνατο. Ο συμπατριώτης του φωτογράφος που εκλεισε το χαμόγελο του επαναστάτη στο φακό του, δημοσίευσε τη φωτογραφία με τη λεζάντα«Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεσή του. Βλέπουμε έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και με τον θάνατο».
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται..
Όταν ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου ανακάλυψε αυτή την φωτογραφία του Φορτίνο Σαμάνο δημοσιευμένη ανάμεσα στις 5 κορυφαίες στιγμές του φωτορεπορτάζ, υποκινημένος πάντα από την έλξη του για τα ιστορικά γεγονότα ως πηγή θεματολογίας, συνέθεσε το ομώνυμο τραγούδι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος χαρίζει τη φωνή του στα τραγούδια του δίσκου συμβάλλοντας στο επιτυχημένο αποτέλεσμα που φιλοξενεί το άσμα, με τίτλο “ο Σαμάνος”.
«Όταν διάβασα τη λεζάντα της φωτογραφίας», σχολιάζει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «ανατρίχιασα. Η στάση του Φορτίνο Σαμάνο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό με συγκίνησε. Οι τωρινοί άνθρωποι, με τη συμβολή της τηλεόρασης, έχουμε υποστεί δύο σημαντικές ήττες: Από τη μια, έχουμε εθιστεί στον πόνο και στον θάνατο των άλλων –μέχρι και ζωντανή αναμετάδοση πολέμων έχουμε παρακολουθήσει– και από την άλλη, ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι είμαστε πάντα στη θέση του θεατή, όταν χτυπήσει την πόρτα μας κάποια συμφορά ή ο ίδιος ο θάνατος ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε».
Οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού μοιάζουν με θεατρικό αφήγημα παιγμένο σε τρεις πράξεις από τρεις διαφορετικούς πρωταγωνιστές και συνάμα αφηγητές: τον ίδιο τον Σαμάνο, τον εκτελεστή του και το τελευταίο πούρο που του καίει τα χείλια.
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
«Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα `ρθει
να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί.
Βράδυ στα κρεβάτια τους πως στενάζουν ξαναμμένες
ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή…»
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται:
«Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει
είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχειό.
Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα
ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…»
Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται:
«Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν
ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει «Λιμπερτά!» κι όπως θα κοιτάει τις κάννες
θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…».
Γιώργος Χατζηδημητρίου