Τα μικρά απομείναν ξαφνιασμένα στο ανύποπτο ως τότε και ήσυχο Αργοστόλι, που άρχιζε να το ταρακουνά ο απόηχος του πολέμου. Υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι, συμμαχικός στρατός, Άγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι. Τα παιδιά της οικογένειας βρίσκονταν έκθαμβα κάθε απόγευμα με τη νταντά στην προκυμαία.
Ο Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατά τη συνήθειά του για να κάνει φιλίες με στρατιώτες του συμμαχικού στρατού, κατά προτίμηση τους Σενεγαλέζους που τον εντυπωσίαζαν με το χρώμα τους και το μπόι τους καθώς τον σήκωναν ψηλά στα χέρια τους και του χαρίζανε ταινίες από τα καπέλα τους καὶ μικροαντικείμενα. Η οικογένεια ξέμεινε στην Κεφαλονιά και ο πατέρας αποκλείστηκε στη Ρωσία. Επτά ολόκληρα χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, έχασε ως και το τελευταίο του ρούβλι.
Γύρισε το 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικός, άρρωστος και το χειρότερο, ξένος και ανήμπορος να προσαρμοστεί στις βίαιες ανατροπές. Η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ο Καββαδίας τελείωσε το Δημοτικό με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον πάπα-Πυρουνάκη. Εκεί στο Δημοτικό, άρχισε να εκδηλώνει κάποια κλίση προς το γράψιμο. Με συνδρομές που πήρε από θείες, θείους και φίλους έβγαλε ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο σατιρικό που είχε τίτλο «Σχολικός Σάτυρος» (με ύψιλον από άγνοια προφανώς) όπου σατίριζε τους συμμαθητές του.
Ο Καββαδίας είχε αποστροφή για τον κυκλοθυμικό πατέρα του που κουβαλούσε την οργή του ξεπεσμένου. Στο επικό μυθιστόρημά του «Βάρδια», όπου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δεσπόζουν θα γράψει:
«Ο πατέρας μου… ο λαθρέμπορας του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα»
Στο γυμναστήριο της γειτονιάς όπου σύχναζε, ο Καββαδίας γνώρισε τον πρωταθλητή της πυγμαχίας Νίκο Μενεξή και πήρε μαζί του μαθήματα. Κι ενώ η κράση του και ο χαρακτήρας του δεν δικαιολογούσαν μία τέτοια επίδοση, αυτός σε όλη τη ζωή του δὲν έπαψε ν᾿ αγαπάει αυτό το άθλημα.
Στον Πειραιά ο Καββαδίας και τ΄αδέρφια του τελειώσανε και το Γυμνάσιο. Εκεί είχε συμμαθητή το γιό του Παύλου Νιρβάνα, τον Κώστα Αποστολίδη, που τον σύστησε στον πατέρα του. Μένανε σ᾿ ένα σπίτι στο Νέο Φάληρο. Ο Καββαδίας πήγαινε συχνά κι ο Νιρβάνας υπήρξε για τον δεκαπεντάχρονο Καββαδία ο πρώτος δάσκαλος. Του διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε - βρίσκεται ανάμεσα στα βιβλία της εποχής εκείνης ένας μικρός τόμος με χρονογραφήματα και με την αφιέρωση: «Στο μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία, από εκτίμηση στο νεαρό του τάλαντο».
Συχνά ο ηλικιωμένος συγγραφέας και ο νεαρός ποιητής κάνανε μακρινούς περιπάτους στους ήσυχους δρόμους του ήρεμου προαστίου με τις διάσπαρτες βίλες. Ένα είδος σιωπηλής λατρείας είχε ο μικρός Καββαδίας για τον πολιτισμένο και σοφό άνθρωπο, που του φέρθηκε ισότιμα.
Στα 18 του χρόνια, επηρεασμένος απο εκείνον, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το 1929 ο πατέρας πέθανε από καρκίνο. Ο μικρός γιός είχε μπαρκάρει με τα καράβια και έγινε καπετάνιος σε φορτηγά. Ο Καββαδίας έπιασε δουλειά στο ναυτικό γραφείο του Ζωγράφου, που πρακτόρευε τα βαπόρια των αδερφών της μάνας του, αλλά γρήγορα άρχισε κι αυτός να φεύγει με τα καράβια. Τὸ 1933 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Μαραμπού», που της αφιέρωσε διθυραμβική κριτική ο Φώτος Πολίτης στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Πρωΐα».
Το 1933 άφησαν τον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Μείνανε στην Κυψέλη - τα περισσότερα χρόνια, στο σπίτι της Οδού Αγίου Μελετίου 10. Εκεί τους βρήκε ο πόλεμος. Πήρε μέρος στο Αλβανικό και γύρισε από τους τελευταίους με τα πόδια, ταλαιπωρημένος, αδύνατος, τρώγοντας ό,τι του ΄διναν οι νοικοκυρὲς στα χωριά απ΄ όπου περνούσε.
Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα, ενώ μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν στο θάνατο του μικρού του αδερφού, Αργύρη, ο οποίος αυτοκτόνησε μέσα στην καμπίνα του το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και της ποιητικής συλλογής «Πούσι» το 1961.
Η Βάρδια, είναι ένα αριστούργημα που διαδραματίζεται όλο σε ένα καράβι. Σε αυτό το βιβλίο κάποιοι άντρες του πληρώματος, αξιωματικοί καταστρώματος κυρίως, και ναύτες, κι ένας δόκιμος της κουβέρτας, μαζί και ο ασυρματιστής Νικόλας, δηλαδή ο ίδιος ο Καββαδίας, καθώς κάνουν τη βάρδιά τους, συζητούν για διάφορα θέματα, για ταξίδια, για λιμάνια, για την Κεφαλονιά, για γυναίκες, για έρωτες, για την οικογένειά τους, για πολιτική, και το σπουδαιότερο αφηγούνται ιστορίες. Στο ίδιο βιβλίο ο Καββαδίας μιλάει για πρώτη φορά για τις εμπειρίες του στον πόλεμο της Αλβανίας. Στην ουσία, πρόκειται για μια εκ βαθέων εξομολόγηση του συγγραφέα της, ο οποίος επιχειρεί να τονίσει τη γεμάτη δυσκολίες ζωή των ναυτικών, αποθεώνοντάς τους.
Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει την τελευταία του πνοή το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή "Τραβέρσο" την οποία ετοίμαζε από καιρό. Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο και η κηδεία του κάθε άλλο παρά ήταν "σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες".
Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, ενέπνευσαν συνθέτες της εποχής οι οποίοι και τα μελοποίησαν, κάνοντάς τον έτσι ευρύτερα γνωστό μέσω των τραγουδιών που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, αλλά και σκηνοθέτες/ντοκιμαντερίστες που αφιέρωσαν ταινίες στη ζωή και το έργο του.
To 1975 ο Γιάννης Σπανός καταθέτει στη δισκογραφία ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του σε ποίηση Νίκου Καββαδία, το οποίο περιλαμβάνεται στο δίσκο του "Τρίτη Ανθολογία".
Με την υπέροχη ερμηνεία του Κώστα Καράλη "Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής"
Το 1977 κυκλοφορεί ο δίσκος της Μαρίζας Κωχ με τίτλο το όνομά της, με οχτώ μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία, ενώ ο κύκλος τραγουδιών του Θάνου Μικρούτσικου το 1978 με τίτλο "Ο Σταυρός του Νότου" με ερμηνευτές τους Γιάννη Κούτρα, Αιμιλία Σαρρή και Βασίλη Παπακωνσταντίνου ακούγεται μέχρι σήμερα γράφοντας ιστορία στην ελληνική μουσική.
Το 1982 προβάλλεται από την εκπομπή της ΕΡΤ "Παρασκήνιο" η ταινία του σκηνοθέτη Σταύρου Τορνέ με θέμα τη ζωή του ποιητή Νίκου Καββαδία.
Το 1983 ο Μιχάλης Τερζής μελοποιεί 3 ποιήματα του Νίκου Καββαδία και τα συμπεριλαμβάνει στο δίσκο του με τίτλο "Τα τραγούδια της Θάλασσας", με ερμηνευτή τον Κώστα Καράλη.
Το 1986 κυκλοφορεί ο δίσκος S/S «IONION» 1934 των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη (υπογράφουν ως «Οι Ξέμπαρκοι») με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία.
Tο 1987 οι Αδερφοί Κατσιμίχα στο δίσκο με τίτλο "Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις" μελοποιούν το ποίημα "Μαϊμού του ινδικού λιμανιού".
Το 1991 κυκλοφορεί ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου "Γραμμές των Οριζόντων" με όλα τα τραγούδια από τον "Σταυρό του Νότου" σε νέες εκτελέσεις και με την προσθήκη έξι ακόμα μελοποιημένων ποιημάτων με ερμηνευτές τους Γιώργο Νταλάρα, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τον ίδιο τον συνθέτη.
Το 1994 προβάλλεται η βιογραφική ταινία για τον ποιητή από τον Γάλλο Olivier Guitton.
Το 2002 για τη σειρά της ΕΡΤ "Εποχές και κείμενα" προβάλλεται ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Καββαδία, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά καθώς και το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ "Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας", του Ηλία Γιαννακάκη για τη σειρά της ΕΤ 1 "Παρασκήνιο".
Το 2010 κυκλοφορεί αφιέρωμα της Λέξης (τχ. 202/2009), συνοδευόμενο από cd, στο οποίο ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει 20 ποιήματα του Καββαδία.
Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι και να πιεί.
Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες...
Μεσ΄ το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.
(Από το Πούσι)
Τίποτα στα χεράκια μου, μάννα μου, δε φτουράει,
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει
***
Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ΄ όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια τόχουνε στα δίπλα ή και λοξά.
(Από το Τραβέρσο)
Τρία πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοιινών, χαμένων γυναικών.
***
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ΄ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
(Από το Μαραμπού)