«Μεγάλωσα στο καφενείο του πατέρα μου στην Κοκκινιά. Πάνω στα τραπέζια κυκλοφορούσαν δύο-τρεις εφημερίδες. Γελοιογραφικά σκίτσα κάνω από μωρό.
Ήμουν παρατηρητικό και κακό και το ‘δειχνα. Το περιβάλλον μου ένοιωσε την απειλή. Χάριν εξευμενισμού μου διέθεσε μια αποδοχή διαρκείας. Το να επιδοθώ στην πολιτική σάτιρα ήταν αυτονόητο. Ήμασταν αριστεροί, το κράτος μας έκανε και ρατσιστές.
Η δεξιά, η εξουσία, οι αρχές ήταν έξω από την κοινωνία μας, ήταν το ξένο, το άλλο. Μου την είχε στημένη στο νηπιαγωγείο. Κατανάγκαζαν εμένα το σκιτσογράφο να πλέκω καλαθάκια και να κεντάω με μπρισίμι μηλαράκια σε χαρτόνι. Για να με σπάσουν. Δε μίλησα.
Καταδικάστηκα σε δωδεκαετή εκπαίδευση. Μου’
ριξαν και έναν χρόνο επί πλέον ως μη συνεργάσιμο. Δραπέτευσα πριν εκτίσω την ποινή.
Ακολούθησε ο κατήφορος. Από τα χαμαιτυπεία της Αριστεράς στα καταγώγια των Καλών Τεχνών.
Έμαθα κινηματογράφο στους κινηματογράφους, θέατρο στο θέατρο, μουσική την νύχτα και εικόνες στο πεζοδρόμιο.
Ακολουθεί μια χούντα που επί 40 χρόνια παραμένει 7 ετών. Σκιτσάρω αγωνιώντας να κατανοήσω το προηγούμενο»
Ο Γιάννης Καλαϊτζής υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και πολυβραβευμένους σκιτσογράφους στην Ελλάδα με μακρά πορεία στον χώρο του Τύπου και όχι μόνο και είχε συνεισφέρει με σκίτσα σε έντυπα όπως «Πανσπουδαστική», «Δρόμοι της Ειρήνης», «Αυγή», «Αντί», «Ελευθεροτυπία», «Σχολιαστής», «Ντέφι», «Βαβέλ», «ΔΗΩ», «Σχολιαστής», «Γαλέρα» «Εφημερίδα των Συντακτών».