Όλοι οι μεγάλοι απόντες και παρόντες του λαϊκού πενταγράμμου, ήταν παιδιά του: Μητροπάνος, Τζανετής, Βοσκόπουλος, Πάριος, Μοσχολιού, Μπέμπα Μπλανς και βάλε, χάρη σ΄ αυτόν κάνανε τα πρώτα τους βήματα. Και μελοποίησε στίχους όλων των μεγάλων: Βασιλειάδη («Τσάντα»), Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Καγιάντα, Ελευθερίου και ποιητών όπως ο Χριστοδούλου.
Θρήσκος, «ήθελε πάντα αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι», αλλά και προληπτικός, «φοβόταν τις μαύρες γάτες», δούλευε όπως έλεγε «για τη δόξα», δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά, αν κι έκανε το κουμάντο του –κυρίως η κέρβερος Αργυρώ (Ρούλα), η σύζυγός του–ενώ όσοι τον γνώριζαν έχουν να λένε για την αβερτοσύνη, το κιμπαριλίκι και την καλή του καρδιά. Χείμαρρος τρυφερότητας, όπως τον περιγράφει η κόρη του Κατερίνα Ζαμπέτα στην έκδοση («Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω…» (εκδόσεις Άγκυρα) που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια.
«Η μητέρα μάς έδινε ξύλο, ο πατέρας στοργή», εξομολογείται αφοπλιστικά για τον πατέρα και συνάμα καλλιτέχνη, καταγράφοντας βιωματικά αλλά και μέσα από συστηματικές ηχογραφήσεις τις αγωνίες ενός ανθρώπου που όταν γύριζε κουρασμένος από τη νύχτα, καθόταν κι έλεγε τις πίκρες του στον… βάτραχο της αυλής.
Είχε βαθειά έγνοια και σεβασμό για τους παληούς, από τότε που στο μπαρμπέρικο του πατέρα του πρωτάκουσε δεξιοτέχνες του μπουζουκιού κι αγάπησε τον ήχο του. «Τον Μάρκο τον έχουνε πεταμένο με τις κλωτσιές. Και τον Στράτο. Γιατί αυτούς του ανθρώπους τους είχανε φάει το ζουμί κι είχανε μείνει τα κόκαλα».
Λάτρευε τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, «ο θεός των θεών», χαρακτήριζε «θρύλο» τον Καζαντζίδη, «ο Στέλιος-έλεγε- σταματάει τραίνο!», «μεγάλη καρδιά» τον Χιώτη, «φίνο» τον Μητσάκη και θυμόταν πάντα τη συμβουλή που του έδωσε το 1952 να μην πίνει με τους θαμώνες. «Αποχτούνε δικαιώματα και θα σε ξεφτιλίσουνε στο σανίδι». Έκτοτε το αμάρτημά του ήταν «ο καφές και κανένα τσιγαράκι στη χάση και στη φέξη».
Για τον Τσιτσάνη έλεγε πως ήταν «πολύ παρωπιδοφόρος». «Δεν ήθελε κανέναν. Μόνο με τις γυναίκες δεν είχε πρόβλημα, γιατί εκεί δεν υπήρχε ανταγωνισμός», αλλά παραδεχόταν ότι «ήτανε μεγάλος! Κολόνα μεγάλη, καρυάτιδα». Υποκλινόταν δε ισόβια στον Χατζιδάκι!
"Τις φούχτωσα όλες και μου κολλάγανε κιόλας!"
Η διήγησή του για το θρυλικό πάρτι των Κανών μετά την προβολή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασέν με τη Μελίνα στην οποία ακουγόταν το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα παιδιά του Πειραιά», όπου παίζει ο ίδιος μοναδικά, τσακίζει κόκαλα.
«...Πάμε στο γλέντι, εκεί παίχτηκε όλο το παιχνίδι, μπουκάρουμε μέσα, ανεβαίνουμε στο σανίδι, αρχινάμε να πούμε. Μέσα εκεί ήτανε όλοι οι μεγιστάνες του πλούτου. Όλα τα λεφτά...Όλοι οι μεγιστάνες της τέχνης ,της μόδας, του σινεμά και του θεάτρου, Ιμπέρια Αρτζεντίνα από Ισπανία, η Γκρέϊς Κέλι του Μονακό, ο Ρενιέ, η Τζίνα Λολομπριγκίτα, η Σοφία Λόρεν. Κάτι γούνες, κάτι πράγματα! Να δεις χρυσαφικό, να δεις διαμαντικό! Όλες οι Μπριζίτ Μπαρντό ήταν μαζεμένεςεκεί. Τις φούχτωσα όλες. Και όχι μόνο τις φούχτωσα μου κολλάγανε κιόλας»!
Και δύο ατάκες του από το βιβλίο:
* «Τα όνειρα είναι που κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Χωρίς οράματα είσαι ο κύριος Τίποτας, κύριος Πουθενάς... Μόνο μ' αυτά κερδίζεται. Το όνειρο είναι αυτό που λέμε "η ελπίδα". Έτσι και χαθεί η ελπίδα, χάθηκε κι ο άνθρωπος. Τα όνειρα τα πλάθουμε. Πολλές φορές άλλο πλάθεις κι άλλο βγαίνει, αλλά αξίζει να πλάθεις».
* «Μάγκας θα πει φιλότιμο, δερβίσης, καλή καρδιά κι ωραίες εξηγήσεις... Μάγκας είναι αυτός που σέβεται τον εαυτό του και μετά όλα τ' άλλα, ακόμα και το μυρμήγκι. Είναι αξιοπρεπής, έντιμος και ντόμπρος».
Ακολουθεί το εξαιρετικό "Που ήσουν και χάθηκες" σε πρώτη εκτέλεση της ανεπανάληπτης Βίκυς Μοσχολιού και σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα