Στην ουσία, τα τραγούδια του, είναι μια μουσική αφήγηση, μικρών ολοκληρωμένων ιστοριών, με κοινωνική θεματολογία –έρωτας, φιλία, γυναίκες, αυτοκαταστροφή, φτώχεια, διαμαρτυρία κοινωνική, ξενητειά, φιλότιμο, αχαριστία, όνειρα φυγής και περιπέτειες ανδρικής αυτογνωσίας-που ενίοτε παίρνουν τη μορφή οξύτατου πολιτικού σχολίου ή και περιφρόνησης, για την ωμή αδικία αυτού του κόσμου.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Χούντα, απαγόρεψε ένα από τα πρώτα του τραγούδια, το πασίγνωστο «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που το σφράγισε ερμηνευτικά.
Το προσωπικό του ύφος, διακριτό από τις πρώτες κιόλας πενιές, σε εισάγει κατευθείαν σε μια ατμόσφαιρα λεπτής μελαγχολίας και νοσταλγικών αναμνήσεων.
Τα τραγούδια του μεγάλα, και κλασσικά «τζουκμποξίδικα» αλκοολικά 45άρια, βυθισμένα στη νικοτίνη, λες και προορίζονται να σε παρασύρουν σε βαθειά πάθη, ανεκπλήρωτους έρωτες και να ξορκίσουν τις σκοτεινές στιγμές που καταποντίζεται από το ύψος του στη δίνη του χαρακτήρα του, ένας άνδρας.
Κανείς δεν το έκανε αυτό τόσο καλά. Με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια και δίχως να είναι παραπονιάρης ή μοιρολάτρης.
Αν είχε ένα έστω, πλησιέστερο πρότυπο ηθικής στάσης, γιατί ο ίδιος δημιούργησε ένα ατομικό υπόδειγμα που τήρησε ευλαβικά ως το τέλος, ήταν αυτό του Μάρκου τον οποίον θεωρούσε-σε αντίθεση με τον Τσιτσάνη- ξηγημένο και καθαρό. Όταν οι εταιρείες του γύρισαν την πλάτη, όπως έλεγε ο Πάνου, ο Βαμβακάρης ξεστόμισε με αηδία ένα «α, τις χαμούρες!» κι αποτραβήχτηκε στην Κοκκινιά. «Το φαρμάκι κάποια μέρα ξεχειλίζει / πλημμυρίζει την ψυχή η απελπισιά/ κι όταν πάψει ο πονεμένος να ελπίζει/ για τον κόσμο χαλαλίζει μια βρισιά» θα γράψει αργότερα στον "ένα κι ένα", δίσκο «Παρών».
Κάτι ανάλογο έκανε στη συνέχεια κι εκείνος. Από την στιγμή που δεν έβρισκε χώρο να ανασάνει στο εκβιαστικό αλισβερίσι με τις ανελέητες δισκογραφικές, τα μάζεψε κι ανέβηκε στην Ξάνθη, με τη δεύτερη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. «Εδώ μέσα στο σπίτι, είμαστε Αθήνα. Έξω από δω είναι παντού Ξάνθη» τους συμβούλευε. Του μίλαγαν στον πληθυντικό. Όπως έκανε κι εκείνος με τον πατέρα του Στέφανο, που εργαζόταν ως διαχειριστής της βασιλικής φρουράς.
Γεννημένος στου Χαροκόπου, στην Καλλιθέα, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια-όποιος άκουσε έστω μια φορά στη ζωή του το συγκλονιστικό ομώνυμο τραγούδι του, «Χαροκόπου» ή «Εφτά νομά», καταλαβαίνει τι εννοώ- και βγήκε από νωρίς στα μεροκάματα Στη βιομηχανία χρωμάτων «Τιμόρ». Στο τυπογραφείο «Φοίνιξ». Πουλώντας τσιγάρα.
Ώσπου κάποια στιγμή, μυημένος ήδη από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ευάγγελο, που χάθηκε σε δυστύχημα νέος και τον φίλο του Λευτέρη Ευσταθιάδη, στον κόσμο της μουσικής και των οργάνων, την άνοιξη του 1947 γνωρίζεται με τον Γιάννη Σταματίου («Σπόρος») και μαζί του κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση, στην ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι, με αμοιβή το όποιο φιλοδώρημα των πελατών και ένα πιάτο φαγητό.
Έκτοτε ξεκινά μια περιπετειώδης περιπλάνηση που φέρνει στον δρόμο του όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες που σφράγισαν το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι. Κι έγραψε επιτυχίες ανεπανάληπτες με τους: Πρόδρομο Τσαουσάκη, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μιχάλη Μενιδιάτη, Χαρούλα Λαμπράκη, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Μανώλη Μητσιά, Γιώργο Χατζηαντωνίου, Βούλα Γκίκα, Μαρινέλλα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο, Γ. Ντουνιά και φυσικά τον μοναδικό Στέλιο Καζαντζίδη, για τον οποίον έλεγε «όλους τους τραγουδιστές να τους βάλλεις σε ένα καζάνι, μισό Καζαντζίδη, δε βγάζουνε…»!
Θυμίζουμε ενδεικτικούς τίτλους τραγουδιών: «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’ αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα» «Δεν θέλω την συμπόνια κανενός», «Όταν σημάνει η ώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Και τι δεν κάνω», «Πήρα απ’ το χέρι σου νερό», «Του κόσμου το περίγελο», «Ούτε αχ δεν θα πω», «Δεν κλαίω για τώρα», «Δώς΄ μου να πιώ», «Κοίτα με στα μάτια», «Πυρετός», «Να είχα το κουράγιο», «Εγώ καλά σου τα’ λεγα», «Πρέπει», « Ήταν ψεύτικα», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Τα όνειρα χτίζονται», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Άντε να περάσει η μέρα», «Οι μισοί καλοί», «Μίσος», «Η ζωή μου όλη», «Και τότε», «Ας΄ τον τρελό στην τρέλα του».
Το ΄97 ζώντας πλέον στην Ξάνθη, η 19χρονη κόρη του Ελευθερία έμπλεξε συναισθηματικά με έναν παντρεμένο, μεγαλύτερο άνδρα. Συντηρητικός οικογενειάρχης και παλαιών αρχών, ο Άκης Πάνου δεν το συγχώρεσε ποτέ. Κι όταν ο τελευταίος πήγε να εξηγηθούν, τράβηξε ένα 45αρι πιστόλι και τον έριξε νεκρό μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού του.
«Όποια κι αν είναι η ποινή, δεν πρόκειται να είναι μεγαλύτερη από αυτήν που επέβαλλα εγώ στον εαυτό μου», είπε με συντριβή.
Το δικαστήριο, μην αναγνωρίζοντας κανένα ελαφρυντικό, τον καταδίκασε ισόβια.Στις 7 Απριλίου1999 το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε πεντάμηνη αναστολή της ποινής του, λόγω προβλημάτων υγείας. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου 2000, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 67 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Γιώργος Αρβανίτης