Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι χάρισε στην επαγγελματική πυγμαχία στιγμές μοναδικής συγκίνησης και επικούς, αιματοβαμμένους αγώνες με σπουδαίους πυγμάχους όπως οι, Σόνι Λίστον, Τζο Φρέϊζερ και Τζορτζ Φόρμαν που έφεραν το παρεξηγημένο άθλημα στο προσκήνιο. «Χιλιάδες λευκοί που βλέπουν στο ρινγκ δυό μαύρους να ματώνουν» συνήθισε να λέει αιχμηρά για το μποξ. Στο άθλημα που όπως επίσης έλεγε περιγράφοντας το απαράμιλο και απείθαρχο πρσωπικό του στυλ, "χόρευε σαν πεταλούδα, χτύπα σαν μέλισσα".
Το πραγματικό του όνομα ήταν Κάσιους Μαρσέλους Κλέϊ, το οποίο και άλλαξε σε Μοχάμεντ Άλι στη δεκαετία του 1960, όταν ασπάστηκε το Ισλάμ, προσχωρώντας στην οργάνωση των «Μαύρων Μουσουλμάνων». Έντονα πολιτικοποιημένος στα χρόνια της καριέρας του τοποθετήθηκε ανοιχτά σε θέματα που είχαν σχέση με την ελευθερία των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε αρνηθεί να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, στάση για την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά ο τίτλος του πρωταθλητή.
Προκαλώντας σοκ στην κοινή γνώμη, είχε δηλώσει αφοπλιστικά τότε: «Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να πυροβολήσω τα αδέρφια μου, σκουρόχρωμους ανθρώπους, φτωχούς, πεινασμένους ανθρώπους μέσα στην λάσπη, για την μεγάλη, ισχυρή Αμερική. Να τους πυροβολήσω γιατί; Δεν γνωρίζω τίποτε για το Βιετνάμ και τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον αυτοί, ποτέ δεν με αποκάλεσαν νέγρο. Ποτέ δεν με λυντσάρισαν. Ποτέ δεν διέταξαν αγριόσκυλα να μου ορμήξουν».
Πρότυπο και έμπνευση για όλη την κοινότητα των μαύρων αλλά όχι μόνο, σε όλη τη ζωή του, πάλεψε σκληρά για κοινωνική δικαιοσύνη, φυλετική ισότητα και σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα, γεγονός που το «Σύστημα» δεν του συγχώρεσε ποτέ.
Μεγαλώνοντας στο Λούιβιλ του Κεντάκι, στον αμερικανικό νότο, όπου οι φυλετικές διακρίσεις ήταν τρόπος ζωής, ο μικρός Κάσιους είχε βιώσει από μικρός τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις.
Λέγεται, μάλιστα, οτι η πρόωρη ενασχόλησή του με την πυγμαχία, στα 12, είχε να κάνει με τα περιστατικά βίας που έζησε στους δρόμους, πέφτοντας και ο ίδιος από μικρός, θύμα του διαχωρισμού λευκών και μαύρων.
Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να χρωστάμε χάρη στον αστυφύλακα Τζο Μάρτιν, στον οποίον πήγε να διαμαρτυρηθεί όταν του έκλεψαν το ποδήλατο, απειλώντας σε έξαλλη κατάσταση ότι θα βρει τον κλέφτη και θα τον σπάσει στο ξύλο.
Ο Μάρτιν τον κοίταξε χαμογελώντας συγκαταβατικά και του απάντησε: «Καλό θα ήταν, πριν αρχίσεις να προκαλείς τον κόσμο, να μάθεις να παλεύεις μικρέ». Κατά σύμπτωση, ο Μάρτιν -παράλληλα με τη δουλειά του στην Αστυνομία- προπονούσε πιτσιρικάδες στο μποξ, στο τοπικό γυμναστήριο. Κι έγινε ο πρώτος του προπονητής.
Από τότε μαχόταν μέσα και κυρίως έξω από τα ρινγκ, στο πλευρό κάθε αδικημένου.
Στο άκουσμα της πένθιμης είδησης, ξημερώματα Σαββάτου, ο άλλοτε σκληρός αντίπαλός του στα σχοινιά, Τζορτζ Φόρμαν, είπε συντετριμμένος «Έχασα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου. Μάλλον το καλύτερό μου...".