Kι όλα εκείνα τα λευκά σπιτάκια με τις θαλασσί λεπτομέρειες. Όλα αρμονικά καμωμένα στις αποχρώσεις του λευκού και του μπλε. Τι όμορφη η απεραντοσύνη! Πόσο γεμάτος θα γυρίσεις πίσω. Οι μεσημεριανές οι βόλτες λίγο μετά τη θάλασσα, ο ήλιος να σιγοβράζει πάνω από τα κεφάλια μας κι εμείς να σουλατσάρουμε αμέριμνοι στα κυκλαδίτικα νησιά με μια φέτα καρπούζι στο χέρι. Εκείνοι οι παραθεριστές οι διψασμένοι. Για ζωή, για δημιουργία, για έρωτα και πάθη.
Κοντεύει απόγευμα, βάζεις μια τρεχάλα να φτάσεις τα νερά. Εκείνα καθρεφτίζουν το πρόσωπό σου κι όσοι έχουν απομείνει στην απόμερη παραλία δεν σ’ ενοχλούν, λαγοκοιμούνται. Περιμένεις για να ‘σαι σίγουρος ώστε να γίνεις κι εσύ τουρίστας.
Τα πρασινογάλαζα νερά σκάνε πάνω σου και σε βαφτίζουν και πάλι από την αρχή. Οι ακτίνες του αυγουστιάτικου ήλιου καίνε το πρόσωπό σου, νιώθεις να λυτρώνεσαι απ’ ότι σε βασάνιζε ως τότε. Φτάνει να ‘σαι εκεί, να γεύεσαι την αλμύρα της θάλασσας, αυθεντική και παρθένα σαν τις παιδικές σου αναμνήσεις. Πόσο ανάγκη την είχες τούτη την ησυχία.
Απομεσήμερο στο σπίτι. Το μαγιό σου είναι απλωμένο στη μποκαμβίλια και η ασπρόμαυρη γάτα που τυχαία συνάντησες στο δρόμο έχει στρώσει το κορμί της στα πλάκες της αυλής. Νιώθεις τυχερός. Που μπορείς και κάθεσαι σ’ εκείνο το σημείο ακίνητος μ’ ένα βιβλίο κι έναν καφέ. Και που σαν πέσει ο ήλιος θα βγεις στο καφενείο της Καλλιστούς να πιεις τα ούζα σου, να φας τις λιχουδιές της. Και θα νιώθεις την πληρότητα εκείνη του ανθρώπου που χάνεται μες στις γουλιές και τη φύση. Τι ομορφιά…
Κ.Α.