Πρόκειται για την διαδρομή μιας νέας γυναίκας (Ελληνοϊταλικής καταγωγής) από την Κύπρο, που μέσω μιας συμπτωματικής γνωριμίας με την γυναίκα του πρωθυπουργού της Αιγύπτου, αποδέχεται, σε αντίθεση με τα ειωθότα της εποχής (εποχή του ’50), ένα συμβόλαιο εργασίας από μια κλινική της Αλεξάνδρειας στην οποία νοσηλεύονται αποκλειστικά μέλη της βασιλικής, διοικητικής, οικονομικής, πολιτικής ελίτ, και, μέσω αυτού έρχεται σε προσωπική επαφή τόσο με την βασιλική οικογένεια της Αιγύπτου της οποίας γίνεται αποκλειστική νοσηλεύτρια προοδευτικά, όσο και με τον γόνο μιας Ελληνο-Αιγυπτιακής οικογένειας, με τον οποίο συνδέεται στενά και βιώνει τον πρώτο θυελλώδη της έρωτα, ο οποίος έμελλε να κυριαρχήσει στην μετέπειτα ζωή της. Ως παρουσία στην αρχή και ως τραυματική απουσία μετά το τραγικό του τέλος στη συνέχεια. Μια απουσία που διεκδικεί ρόλο υπαγόρευσης, μελωδού της τυραννίας, οι θίνες της οποίας ακυρώνουν κάθε προσπάθεια ανασύνθεσης της κατακερματισμένης γλώσσας των αισθημάτων της, ου μη, και·του σώματός της.
Η Έλλη, αυτό είναι το όνομά της, υπό το βάρος των εργασιακών της απαιτήσεων, ζει μέσα σε ένα απαστράπτον, στεγανό, περιβάλλον τα γεγονότα. Ένα περιβάλλον το οποίο μειώνει το αναφορικό της βάρος· παρακολουθεί χωρίς να επεμβαίνει, αποδέχεται χωρίς να κρίνει· πορεύεται σε δεύτερο πλάνο, αφήνοντας τη ζωή της στα χέρια της λάχεσις αποδεχόμενη τα δώρα της που είναι γενναιόδωρα, αβρά, πως θα μπορούσε, στην αρχή, γιατί στο βάθος ελλοχεύει η καταστροφή.
Ο Ανδρέας Μήλιος πιστός στην ουδετερότητα της αφήγησης, λειτουργεί ως διεκπεραιωτής θαρρείς μιας αυτοβιογραφικής αφήγησης την οποία σέβεται απόλυτα· την καταθέτει κατά γράμμα αρνούμενος παρεμβάσεων, αναλύσεων, αναγωγών και αιτίων, πολλώ δε μάλλον, κοινωνικών, ταξικών προεκτάσεων, καθώς αρνείται να δώσει ιδεολογική, πολιτική, προέκταση στον μύθο του, είτε γιατί η δυνατότητα της κυρίαρχης μορφής είναι περιορισμένη για μια τέτοια θέση, ανάλυση, κατάθεση, είτε γιατί αυτό θα ερχόταν σε σύγκρουση τόσο με την αισθητική του, όσο και με την γενικότερη θεώρησή του· δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική, τον ενδιαφέρει η ζωή.
Εκείνο που οφείλει να αναγνωρίσει πάντως κανείς, είναι η, ζώσα, περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα· όταν αναφέρεται σε μνημειακούς, αρχαιολογικούς, λατρευτικούς χώρους και στα ενδιαιτήματα, τη χλιδή της βασιλικής, άρχουσας τάξης η οποία κυριάρχησε στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή πριν, κατά, και μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Περιγραφές φωτογραφικής αντικειμενικότητας, οι οποίες μετατρέπονται συχνά σε λεκτικές λυρικές εικόνες, σε συνδυασμό με το κλίμα κοσμοπολιτισμού που αποπνέει αφ’ εαυτού η εποχή, κάνουν το έργο αναγνωρίσιμο μέσα στην τρέχουσα πληθωρική εργογραφία.
Πέραν αυτών όμως, πέραν του ότι το έργο δεν είναι διαταξικό, πέραν του ότι κινείται μέσα σε έναν ρομαντικό πασιφισμό (όλα έχουν, βαίνουν καλώς), που κάθε τόσο ανατρέπεται ιστορικά, και μαζί με αυτόν και τα υποκείμενα που τον υπαγορεύουν (Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ της Ιταλίας, Φαρούκ Α' της Αιγύπτου κ.,λπ) με έναν απλουστευτικό υποκειμενισμό, το έργο αποκαλύπτει την ορθότητα της Δημοκρίτειας ρήσης: «εν βυθώ γαρ η αλήθεια», καθώς αναδεικνύει, έστω και υποδόρια, την ενεδρεύουσα απειλή, παράγωγο της αυτονόμησης, της πολιτείας και της παιδείας με την οποία γαλουχείται η εκάστοτε ελίτ, ιδιαίτερα στις, αποικιακού τύπου, κοινωνίες· φυσική τω λόγω βέβαια, δεδομένου ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ιδιαιτερότητα και όχι ως κοινωνικότητα, με το αντίστοιχο τίμημα, την πτώση, την ανατροπή, την παραίτηση εν προκειμένω, πάντα.
*Ο Δ. Μάνος είναι συγγραφέας. Έχει γράψει θέατρο, ποίηση, πεζογραφία.
dimitrismanos.blogspot.gr